Κυτταρολογική εξέταση ούρων
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ο συχνότερος καρκίνος του ουροποιητικού συστήματος. Το ουροθηλιακό καρκίνωμα εκ μεταβατικού επιθηλίου είναι ο επικρατέστερος ιστολογικός τύπος. Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη ευθύνεται για το 90% όλων των καρκίνων (μεταβατικού επιθηλίου) της ουροδόχου κύστης. Σπανιότερα ο ουροθηλιακός καρκίνος εμφανίζεται στην νεφρική πύελο, στον ουρητήρα ή στην ουρήθρα.
Η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, ο ιστολογικός τύπος και τα ποσοστά θνησιμότητας ποικίλλουν από χώρα σε χώρα λόγω των διαφορών στους παράγοντες κινδύνου, στις πρακτικές ανίχνευσης και στη διάγνωση.
Η κυτταρολογική εξέταση ούρων είναι μία εργαστηριακή εξέταση, κατά την οποία, δείγμα ούρων εξετάζεται στο μικροσκόπιο, για την παρουσία μη φυσιολογικών κυττάρων. Αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη διερεύνηση της αιματουρίας, στη διάγνωση καθώς και στην παρακολούθηση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης σε συνδυασμό με την κυστεοσκόπηση. Έχει πολύ καλή ευαισθησία και ειδικότητα σε όγκους υψηλού βαθμού κακοήθειας και στο καρκίνωμα in situ (CIS).
Θετική κυτταρολογική ούρων υποδεικνύει ουροθηλιακό καρκίνωμα οπουδήποτε στο ουροποιητικό σύστημα.
Τα δείγματα των ούρων πρέπει να λαμβάνονται με:
- Ελεύθερη ούρηση
- Όχι την πρώτη πρωινή ούρηση, καθώς λόγω της πολύωρης παραμονής των ούρων στην κύστη καταστρέφονται τα καρκινικά κύτταρα από:
- την ώσμωση
- την αλλαγή του pH των ούρων
- την αυξημένη πυκνότητα των πρωϊνών ούρων
- την παρουσία μεγάλου αριθμού ερυθρών (ιδιαίτερα σε σωρούς ή πήγματα)
- τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στοιχείων φλεγμονής
Η κυτταρολογική εξέταση των ούρων καθιερώθηκε στη διάγνωση του καρκίνου του ουροθηλίου μετά την πρώτη αναφορά των Παπανικολάου και Marshall το 1945. Αποτελεί μια μέθοδο κοινής αποδοχής, ευρέως χρησιμοποιούμενη και απλή στην εφαρμογή.
Η αναγνώριση των καρκινικών κυττάρων στα ούρα, βασίζεται στη πιστοποίηση και αξιολόγηση των ανωμαλιών που παρατηρούνται:
- στο κυτταρόπλασμα
- στο πυρήνα
- στην εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον πυρήνα και το κυτταρόπλασμα
Τα καρκινικά κύτταρα που αποφολιδώνονται από το ουροθήλιο, έχουν ανώμαλο περίγραμμα και διαφέρουν ποικιλοτρόπως από τα φυσιολογικά στο μέγεθος, εξαρτόμενα άμεσα από τη σύσταση του νεοπλάσματος.
Σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να οδηγήσουν:
- Ουρολιθίαση
- Επεμβατικοί χειρισμοί, όπως ο καθετηριασμός της κύστης, η κυστεοσκόπηση κ.ά.
- Χημειοθεραπεία: συνήθως χρήση αλκυλιωτικών παραγόντων όπως η κυκλοφωσφαμίδη και η βουσουλφάνη (σε συστηματική χορήγηση), το thiotepa και η mitomycin C (σε ενδοκυστική χορήγηση).
- Φλεγμονή
- Ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πυέλου
Συστάσεις της EAU για την πρωταρχική αξιολόγηση του μη-μυοδιηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης
- Οι κυτταρολογικές ούρων προτείνονται ως πρόσθετες στην κυστεοσκόπηση για την ανίχνευση όγκου υψηλής κακοήθειας
- Κυτταρολογική εξέταση σε φρέσκα ούρα με κατάλληλη σταθεροποίηση. Τα πρωινά ούρα δεν είναι κατάλληλα λόγω της συχνής παρουσίας κυτταρόλυσης
- Επαναλάβετε την κυτταρολογική εξέταση των ούρων σε ασθενείς με ύποπτα αρχικά κυτταρολογικά αποτελέσματα
Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης σε ασθενείς με θετικές κυτταρολογικές και χωρίς ορατό όγκο στην κύστη, συνιστώνται τυχαίες βιοψίες ή βιοψίες καθοδηγούμενες με PDD (αν υπάρχει εξοπλισμός). Επίσης συνιστάται διερεύνηση εξωκυστικών εντοπίσεων (CT ουρογραφία, βιοψίες προστατικής ουρήθρας)