Βιοχημική υποτροπή μετά από ριζική προστατεκτομή για καρκίνο του προστάτη (BCR, biochemical recurrence)
Η ριζική προστατεκτομή πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τον Αμερικανό Patrick Walsh και αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση του εντοπισμένου καρκίνου του προστάτη. Στόχοι της συγκεκριμένης χειρουργικής θεραπείας είναι:
- η εκρίζωση της νόσου
- η διατήρηση της εγκράτειας των ούρων
- η διατήρηση της στυτικής λειτουργίας
Η μέτρηση του PSA μετά από ριζική προστατεκτομή είναι μια καθορισμένη πρακτική που πραγματοποιείται σε όλους τους ασθενείς. Το PSA στην περίπτωση ενός ασθενούς με τοπικά εντοπισμένη νόσο που υποβάλλεται σε ριζική προστατεκτομή αναμένεται να φτάσει σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα 4 εβδομάδες περίπου μετά το χειρουργείο.
Η πρώτη μέτρηση PSA γίνεται στους 3 μήνες μετά την επέμβαση.
Η μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών γίνεται κυρίως με τη μέτρηση της τιμής του PSA κάθε 3 μήνες για τα 2 πρώτα χρόνια και στη συνέχεια κάθε 6 μήνες.
Μετά τη ριζική προστατεκτομή το PSA πρέπει να υποχωρήσει σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα.
Βιοχημική υποτροπή είναι η αύξηση της τιμής του PSA σε επίπεδα προκαθορισμένα, αναλόγως την αρχική θεραπεία (χειρουργική ή ακτινοβολία), υποδηλώνοντας ουσιαστικά το πρώτο βήμα πιθανής υποτροπής της νόσου. Υπολογίζεται ότι περίπου 20-40% των ασθενών που υποβάλλονται σε ριζική προστατεκτομή θα αναπτύξουν υποτροπή μετά από την αρχική θεραπεία. Βιοχημική υποτροπή ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία το PSA φτάνει σε μια προκαθορισμένη τιμή μετά το χειρουργείο. Με βάση τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής και της Αμερικανικής Ουρολογικής Εταιρείας, ορίζεται ως η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας ασθενής του οποίου το PSA φτάνει ή ξεπερνάει το 0.2 ng/ml σε τουλάχιστον 2 τουλάχιστον συνεχιζόμενες μετρήσεις.
Βιοχημική υποτροπή μετά από ριζική προστατεκτομή: PSA > 0.2 ng/ml επιβεβαιωμένο σε δύο συνεχείς μετρήσεις.
Η βιοχημική υποτροπή καθορίζεται αποκλειστικά από την εργαστηριακή μέτρηση του PSA.
Με απλά λόγια, κάπου στον οργανισμό κυκλοφορούν κάποια προστατικά κύτταρα που παράγουν PSA. Σε κλινικό επίπεδο βιοχημική υποτροπή ουσιαστικά σημαίνει ενδεχόμενη υποτροπή της νόσου. Δεν υπάρχει ασθενής που να έχει αναπτύξει τοπική υποτροπή ή απομακρυσμένες μεταστάσεις μετά το χειρουργείο, χωρίς να έχει εμφανίσει βιοχημική υποτροπή. Όσο σημαντική όμως είναι αυτή η πληροφορία, άλλο τόσο είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι βιοχημική υποτροπή δεν θα οδηγήσει απαραίτητα σε μεταστατική νόσο. Ουσιαστικά είναι μια αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι πάντα ικανή για να οδηγήσει σε απομακρυσμένες μεταστάσεις.
Από τη στιγμή του το PSA αρχίσει να αυξάνει (βιοχημική υποτροπή) απαιτούνται 3-8 χρόνια για την εμφάνιση μεταστάσεων.
Υπάρχουν διάφοροι κλινικοί και παθολογικοί παράγοντες που καθορίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης βιοχημικής υποτροπής που συμπεριλαμβάνουν:
- το προεγχειρητικό PSA
- το βαθμό στο σύστημα διαφοροποίησης κατά Gleason
- τη διήθηση των σπερματοδόχων κύστεων
- την εξωπροστατική επέκταση της νόσου
- τη διήθηση των λεμφαδένων
- τα θετικά χειρουργικά όρια
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας (EAU, European Association of Urology) οι ασθενείς κατηγοριοποιούνται με βάση τον κίνδυνο για βιοχημική υποτροπή σε εντοπισμένο και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του προστάτη σε:
Χαμηλού κινδύνου: PSA <10ng/dl και GS <7 και cT1- cT2a
Ενδιαμέσου κινδύνου: PSA 10-20 ng/dl ή GS=7 ή cT2b
Υψηλού κινδύνου: PSA >20 ng/dl ή GS >7 ή cT2c