Το καρκίνωμα in situ (Cis) περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Melicow το 1952 σαν περιοχή υπερπλασίας και αναπλασίας σε ένα φαινομενικά κατά τα άλλα φυσιολογικό βλεννογόνο της κύστης. Χαρακτηριστική ήταν η δυνητική διηθητική ικανότητα της συγκεκριμένης βλάβης.
Το καρκίνωμα in situ χαρακτηρίζεται ως ένα επίπεδο, μη διηθητικό, επιφανειακό νεόπλασμα με δυνητικά υψηλό βαθμό κακοήθειας.
Τα κακοήθη κύτταρα διηθούν μόνο το επιθήλιο του βλεννογόνου και σε ολόκληρο το πάχος. Είναι ένας όγκος με απρόβλεπτη συμπεριφορά. Έχει υψηλό ρυθμό προόδου (31-83%), ενώ στους ασθενείς με Cis εμφανίζονται πρόωρα μεταστάσεις (50-75%).
Ταξινομείται στους ακόλουθους τύπους ανάλογα της κλινικής εικόνας:
- Πρωτοπαθές: ύπαρξη CIS χωρίς προηγούμενο ή σύγχρονο θηλωματώδη όγκο και χωρίς προηγούμενο CIS.
- Δευτεροπαθές: ανίχνευση CIS κατά τη διάρκεια παρακολούθησης ασθενών με προηγούμενο όγκο που δεν ήταν CIS.
- Ταυτοχρόνο: παρουσία CIS με άλλο ουροθηλιακό όγκο στην ουροδόχο κύστη.
Μόνο το 10% των περιπτώσεων του Cis εμφανίζονται ως ένα μεμονωμένο εύρημα. Το υπόλοιπο 90% ανευρίσκεται μαζί με κάποιο θηλωματώδη όγκο. Σε αυτούς τους ασθενείς η πιθανότητα εξέλιξης της νόσου σε διηθητική είναι από 42% έως 83%, ενώ η πιθανότητα αυτή σε ασθενείς με μεμονωμένο Cis πέφτει σε 20% έως 34%.
Το καρκίνωμα in situ διαγιγνώσκεται με συνδυασμό κυστεοσκόπησης, κυτταρολογικής ούρων και ιστολογικής αξιολόγησης πολλαπλών βιοψιών από την ουροδόχο κύστη.
Το Cis δεν μπορεί να εκριζωθεί μόνο με τη διουρηθρική εκτομή (TUR-T) και περαιτέρω θεραπεία είναι υποχρεωτική (ενδοκυστικές εγχύσεις BCG).
Καρκίνωμα in situ – Ενδοκυστική ανοσοθεραπεία
Από το 1976 όταν ο Morales παρουσίασε την πρώτη εργασία με χρήση του BCG για τον επιφανειακό καρκίνο της κύστης με ποσοστά πλήρους ανταπόκρισης κοντά στο 70% έως σήμερα, η ενδοκυστική έγχυση του BCG έχει καθιερωθεί ως η ιδανική θεραπεία για το πρωτοπαθές Cis. Θεωρείται από το The American Urological Association Clinical Guidelines Panel ως η πρώτη αντιμετώπιση για το Cis στην προσπάθεια να αποφευχθεί η ριζική κυστεκτομή ή ως ο πρώτος θεραπευτικός χειρισμός μετά από TUR θηλωμάτων σταδίου T1και Ta όταν αυτά συνυπάρχουν με Cis. Επίσης από πολλές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι η χρήση του BCG μειώνει την υποτροπή, την πρόοδο της νόσου και αυξάνει την επιβίωση.
Το BCG παραμένει ο πιο σημαντικός τροποποιητής της βιολογικής ανταπόκρισης για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης. ‘Έχει τη δυνατότητα να δρα ως μη ειδικός ανοσοενισχυτής, όχι με ένα μόνο μηχανισμό, αλλά με πολλές δράσεις που περιλαμβάνουν σειρά κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος συμπεριλαμβανομένων των Τ και Β λεμφοκυττάρων, των κυττάρων Κ (Φονικά κύτταρα) και ΝΚ (φυσικά φονικά κύτταρα).
Συμπεράσματα
- Το καρκίνωμα in situ της ουροδόχου κύστης είναι μια ύπουλη και απρόβλεπτη νόσος με μακροχρόνια, υποτροπιάζουσα πορεία και εξέλιξη.
- Οι βασικές διαγνωστικές μέθοδοι είναι η κυστεοσκόπηση, η κυτταρολογική ούρων και η βιοψία.
- Η αποδεκτή από όλους θεραπεία για το Cis είναι η διουρηθρική εκτομή των ορατών βλαβών και η ενδοκυστική έγχυση BCG για 6 εβδομαδιαίες εγχύσεις.
- Η προφυλακτική έγχυση του BCG μετά την εκτομή και την ηλεκτροπηξία των ορατών βλαβών του Cis και των συνυπαρχόντων όγκων μειώνει σημαντικά τις υποτροπές, την πρόοδο της νόσου και παρατείνει το ελεύθερο νόσου διάστημα
- Η πρόωρη κυστεκτομή δεν φαίνεται να προσφέρει περισσότερη επιβίωση σε ασθενείς με Cis.