Με τον όρο φωτοδυναμική διάγνωση (ΦΔΔ) εννοούμε τη χρήση του φθορισμού για να εντοπίσουμε ένα παθολογικό ιστό. Συχνά χρησιμοποιούνται οι όροι διάγνωση με φθορισμό ή φθορίζουσα φωτοδιάγνωση. Η ΦΔΔ αποτελεί ένα επιπλέον κριτήριο οπτικής αναγνώρισης νεοπλασματικών αλλοιώσεων που δε μπορούν να φανούν με τις συμβατικές μεθόδους. Στην ουρολογία το κλινικό ενδιαφέρον της ΦΔΔ επικεντρώνεται στην ανίχνευση μη ορατού ή δυσδιάκριτου καρκίνου από μεταβατικό επιθήλιο. Μικροί θηλωματώδεις όγκοι ή επίπεδες βλάβες μπορούν εύκολα να παραβλεφθούν στη συμβατική κυστεοσκόπηση με λευκό φως.
Η κυστεοσκόπηση είναι μία διαγνωστική εξέταση που επιτρέπει στον ουρολόγο να εξετάσει το εσωτερικό της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης, χρησιμοποιώντας ένα λεπτό εργαλείο που ονομάζεται κυστεοσκόπιο. Η άμεση όραση της ουρήθρας και της κύστης επιτρέπει στον ουρολόγο να διαγνώσει πιθανές βλάβες που δεν φαίνονται σε καμία άλλη διαγνωστική εξέταση. Η φωτοδυναμική κυστεοσκόπηση είναι μια σχετικά νέα, ευαίσθητη διαγνωστική μέθοδος η οποία παρουσιάζει καλύτερη ανίχνευση των όγκων της ουροδόχου κύστης και ειδικότερα των καρκινωμάτων in situ, συγκριτικά με την κλασσική κυστεοσκόπηση.
Η φωτοδυναμική κυστεοσκόπηση (φθορίζουσα) επιτυγχάνεται με χρήση ιώδους φωτός μετά από ενδοκυστική χορήγηση φθορίζουσας ουσίας. Μετά την έγχυση προκαλείται συσσώρευση του φωτοευαίσθητου μεταβολίτη της πρωτοπορφυρίνης εκλεκτικά στα καρκινικά κύτταρα. Ακολουθεί κυστεοσκόπηση με ‘μπλε φωτισμό’, όπου τα καρκινικά κύτταρα λόγω κόκκινου φθορισμού διαφοροποιούνται από το φυσιολογικό ουροθήλιο που παραμένει μπλε.
Η κόκκινη χρώση υποδεικνύει επίπεδες εστίες πιθανής κακοήθειας, που με το λευκό φως θα διέλαθαν.
Χαρακτηριστική επίπεδη βλάβη είναι το καρκίνωμα in situ.
Η μέθοδος βελτιώνει τη διάγνωση όλων των τύπων καρκίνου της κύστης. Ο φθορισμός του όγκου παρέχει καλύτερη οπτική απεικόνιση των βλαβών από την κλασσική κυστεοσκόπηση.
Μελέτες έδειξαν ότι με την φθορίζουσα κυστεοσκόπηση εντοπίσθηκαν 30% περισσότεροι ασθενείς με καρκίνο κύστης σε σχέση με την κλασσική κυστεοσκόπηση. Το ποσοστό ανίχνευσης ήταν ιδιαίτερα υψηλό για καρκίνο in situ. Παρατηρήθηκε αύξηση κατά 67% σε σχέση με την κυστεοσκόπηση με λευκό φως.