Οι ουρητήρες είναι δύο, ένας από κάθε νεφρό, και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς στην κύστη. Ο κάθε ουρητήρας έχει μήκος 25 – 30 cm. Κατεβαίνει “έρποντας” στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα, επάνω στον ψοΐτη μυ, περνά στη συνέχεια στην πύελο. Στρέφεται στη συνέχεια προς τα μέσα και εμπρός, διασταυρώνεται με τα λαγόνια αγγεία και καταλήγει στην ουροδόχο κύστη. Το τοίχωμα του ουρητήρα αποτελείται από έξω προς τα έσω από ινώδη χιτώνα, μυϊκό χιτώνα και βλεννογόνο, ο οποίος αποτελείται από πολύστιβο μεταβατικό επιθήλιο.
O ουρητήρας μπαίνει στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης λοξά και η πορεία του μέσα στο τοίχωμα της σχηματίζει ένα ειδικό βαλβιδικό μηχανισμό που δεν επιτρέπει στα ούρα που έχουν περάσει μέσα στην ουροδόχο κύστη να επιστρέψουν στον ουρητήρα. Τούτο συμβαίνει μόνο σε παθολογικές καταστάσεις, λέγεται κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση και είναι αιτία μικροβιακών λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος (ουρολοιμώξεων).
Tα ούρα παράγονται από τους νεφρούς διαρκώς και κατεβαίνουν από τη νεφρική πύελο και τους ουρητήρες κατά κύματα. Η μεταφορά τους γίνεται με τη βαρύτητα, αλλά και με περισταλτικά κύματα που κάνουν τα μυϊκά τοιχώματα των ουρητήρων. Μικρές ποσότητες ούρων αδειάζουν στην ουροδόχο κύστη από τους ουρητήρες σχεδόν κάθε 10 με 15 δευτερόλεπτα με τα περισταλτικά κύματα. Συλλέγονται στην ουροδόχο κύστη, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο η αποθήκη των ούρων, και αποβάλλονται με την ούρηση από την ουρήθρα.
Ο ουρητήρας εμφανίζει τρεις μοίρες: την κοιλιακή, την πυελική και την ενδοτοιχωματική ή κυστική. Το όριο της κοιλιακής με την πυελική μοίρα αντιστοιχεί στο χιασμό του ουρητήρα με τα λαγόνια αγγεία. Αιματώνεται αναλόγως της μοίρας του, από κλάδους της νεφρικής, της έσω σπερματικής, της κοινής και έσω λαγόνιου και της κάτω κυστικής. Οι φλέβες του εκβάλουν στη νεφρική, την έσω σπερματική και την κάτω κυστική φλέβα.