Η ακτινολογία σήμερα διαθέτει ένα μεγάλο φάσμα απεικονιστικών μεθόδων που μπορούν, η καθεμία ξεχωριστά ή σε συνδυασμό, να συνεισφέρουν σημαντικά στη διαγνωστική προσέγγιση της παθολογίας του ουροποιητικού συστήματος. Το ουροποιητικό σύστημα, λόγω της δομής των οργάνων του και της δυνατότητας δυναμικής μελέτης αυτού, αποτελεί αντικείμενο ευρείας εφαρμογής των απεικονιστικών μεθόδων.
Η απεικονιστική καθοδήγηση είναι ένας κρίσιμος παράγοντας στη διενέργεια των ουρολογικών επεμβάσεων. Τεχνικές όπως η διαδερμική νεφρολιθοτριψία δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν χωρίς τη σωστή απεικόνιση. Η παρακέντηση του νεφρού, η επακόλουθη εισαγωγή των συρμάτινων οδηγών καθοδήγησης, η δημιουργία του διαδερμικού διαύλου, ο κατακερματισμός και η αφαίρεση των λίθων, είναι τεχνικές βασισμένες στην κατάλληλη απεικονιστική καθοδήγηση.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην ιατρική απεικόνιση, όπως η CT (υπολογιστική/αξονική τομογραφία), η απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI), το τεσσάρων διαστάσεων (4-D) υπερηχογράφημα (U/S) και οι τεχνικές μίξης εικόνας (συνένωσης απεικονιστικών δεδομένων), προτείνουν νέες τεχνικές καθοδήγησης μέσω εικόνας, που υπόσχονται να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των μεθόδων. Επιπλέον, χειρουργικός εξοπλισμός προηγμένου σχεδιασμού και διεγχειρητικά συστήματα καθοδήγησης παρέχουν μια νέα προοπτική για την ακολουθία των εργασιών της ενδοουρολογίας στο μέλλον.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί ή έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν σε όλες σχεδόν τις ουρολογικές επεμβατικές διαδικασίες.
Τεχνικές απεικόνισης στη σύγχρονη ενδοουρολογία
Η ακτινοσκόπηση αντιπροσωπεύει την συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη μορφή απεικόνισης κατά την καθοδήγηση ουρολογικών επεμβάσεων.
Οι δισδιάστατες (2-D) εικόνες λαμβανόμενες σε πραγματικό χρόνο είναι εξαιρετικά χρήσιμες κατά την πραγματοποίηση των διάφορων ουρολογικών διαδικασιών, όπως η νεφρική βιοψία, η διαδερμική νεφρολιθοτριψία και η ουρητηροσκόπηση. Ειδικότερα, η παρακέντηση με βελόνη στην PCNL γίνεται συνήθως υπό ακτινοσκοπική (ή σπανιότερα υπό U/S) καθοδήγηση. Η επιλογή της μορφής απεικόνισης είναι βασισμένη στην προτίμηση του χειρουργού. Η ακτινοσκόπηση είναι χρήσιμη κατά τη διάρκεια της κίνησης των κατευθυντήριων συρμάτων (οδηγών), της αφαίρεσης λίθων, της τοποθέτησης νεφροστομίας ή stent. Η ακτινοσκοπική καθοδήγηση παρέχει την απεικόνιση σε πραγματικό χρόνο του συστήματος συλλογής και των λίθων που αυτό περιέχει. Επειδή η ακτινοσκόπηση είναι μια 2-D μέθοδος και παρέχει περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με τους περιβάλλοντες μαλακούς ιστούς, δε μπορούν να αποκλειστούν επιπλοκές (π.χ. βλάβες σε γειτονικά όργανα όπως το κόλον).
Εντούτοις, η ακτινοσκόπηση έχει αποδειχθεί ένα ανεκτίμητο εργαλείο για την εφαρμογή των ενδοουρολογικών επεμβάσεων.
Η στατική απεικόνιση του ουροποιητικού συστήματος, όπως παρουσιάζεται από την απλή ακτινογραφία Ν.Ο.Κ., παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για τον προεγχειρητικό προγραμματισμό και τον εντοπισμό μετεγχειρητικά υπολειπόμενων λίθων. Επιπλέον, η προβολή αυτών των εικόνων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο χειρουργείο, αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τον χειρουργό.
Το υπερηχογράφημα (U/S) αποτελεί μία οικονομική μορφή απεικόνισης με την παροχή επαναλαμβανόμενων, ελεύθερων ακτινοβολίας, ασφαών, και ταχέων πληροφοριών απεικόνισης, ενώ δε συσχετίζεται με επιπλοκές.
Οι μεγάλοι ενδονεφρικοί λίθοι και η υδρονέφρωση ανιχνεύονται εύκολα με τον υπερηχογραφικό έλεγχο. Εντούτοις, το U/S συνδέεται με περιορισμένη δυνατότητα προσδιορισμού της ανατομίας του συστήματος συλλογής, καθώς και με περιορισμένη δυνατότητα στόχευσης σε ένα μη εκπτυσσόμενο σύστημα συλλογής. Μικροί νεφρικοί ή ουρητηρικοί λίθοι αποκαλύπτονται με δυσκολία. Η κακή ποιότητα απεικόνισης στους παχύσαρκους ασθενείς και η δυσκολία στη διαφορική διάγνωση μεταξύ νεφρολιθίασης και ασβέστωσης του νεφρού, είναι προβλήματα της μεθόδου. Το υπερηχογράφημα, εξάλλου, αντιπροσωπεύει την απεικονιστική μέθοδο επιλογής για ομάδες ασθενών, όπως οι έγκυοι ή οι ασθενείς με μεταμοσχευμένους νεφρούς.
Η συμβατική αξονική τομογραφία (CT scan) έχει χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση ουρολογικών παθήσεων για πολλά χρόνια.
Πρόσφατα, με τη μη ενισχυόμενη, ελικoειδή υπoλoγιστική τoμoγραφία (unenhanced helical CT), υπάρχει μια σημαντική εναλλακτική λύση ως προς την IVU. Η τεχνική είναι ανώτερη από την ενδοφλέβια πυελογραφία στην αξιολόγηση των ασθενών με κολικό του νεφρού. Παρουσιάζει ευαισθησία και ειδικότητα για τους ουρητηρικούς λίθους, ως 100% και ως 97%, αντίστοιχα. Για τον προεγχειρητικό προγραμματισμό, η ελικοειδής CT παρέχει απεικόνιση της έκτασης, του προσανατολισμού και της θέσης των νεφρικών λίθων. Αυτές οι πληροφορίες είναι απαραίτητες για την επιλογή της σωστής πρόσβασης στις διαδερμικές διαδικασίες. Επιπλέον, σκιαγραφώνται οι ανατομικές σχέσεις του συστήματος συλλογής με τα περιβάλλοντα όργανα, καθιστώντας ασφαλέστερη την παρακέντηση. Εντούτοις, η αδυναμία παροχής σε πραγματικό χρόνο ικανότητας απεικόνισης, έχει αποτρέψει την ευρύτερη εφαρμογή της CT στις παρεμβατικές διαδικασίες. Η CT μετά από PCNL, παρέχει ευαισθησία και ειδικότητα 100% και 62% στην ανίχνευση υπολειμματικών λίθων, αντίστοιχα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη απλή ακτινογραφία Ν.Ο.Κ. είναι 46% και 82%.
Η τρισδιάστατη ανασύσταση των εικόνων CT για τον προγραμματισμό των διαδερμικών διαδικασιών έχει αναφερθεί ότι είναι εφικτή και ακριβής. Το σύστημα συλλογής και το νεφρικό παρέγχυμα απεικονίζονται ακριβώς με αξονική ουρογραφία (αξονική τομογραφία σκιαγραφικής αντίθεσης). Με τη χρήση του τρισδιάστατου λογισμικού απόδοσης, παρέχονται οι ανατομικές σχέσεις του συστήματος συλλογής και διευκολύνεται η επιλογή πρόσβασης. Η χρησιμότητα των CT εικόνων τρισδιάστατης ανασύστασης, εντούτοις, δεν είναι ευρέως αποδεκτή. Οι CT εικόνες που αποδίδονται σε 3D, και συνδυάζουν την αξονική CT, την αξονική ουρογραφία και την αγγειογραφία, έχουν χρησιμοποιηθεί για τον προεγχειρητικό προγραμματισμό των ουρολογικών επεμβάσεων, όπως η μερική νεφρεκτομή. Τα νεφρικά αγγεία και οι νεφρικές αλλοιώσεις θα μπορούσαν να ανιχνευθούν με ακρίβεια.
Η απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI) παρέχει καλύτερη απεικόνιση των μαλακών μορίων, σε σύγκριση με την ακτινοσκόπηση και τη CT.
Παραμένει όμως αναξιόπιστη για τον προσδιορισμό των λίθων στο σύστημα συλλογής ή τον ουρητήρα. Η MRI λαμβάνεται χωρίς έκθεση σε ακτινοβολία ιονισμού. Κατά συνέπεια, η τεχνική μπορεί να θεωρηθεί ως εναλλακτική λύση σε επιλεγμένες περιπτώσεις, όπως για τις εγκύους ασθενείς. Εντούτοις, το ισχυρό μαγνητικό πεδίο που χρησιμοποιείται, αλληλεπιδρά με τα ξένα σιδηρομαγνητικά σώματα ή τις ηλεκτρονικές ιατρικές συσκευές (π.χ., βηματοδότες και απινιδωτές), που φέρουν συχνά οι ασθενείς. Οι βελτιώσεις στις ηλεκτρονικές ιατρικές συσκευές έχουν ελαχιστοποιήσει ήδη το προαναφερθέν πρόβλημα. Ο πρόσφατα εισαχθείς στην πράξη πολυαισθητήρας/ανιχνευτής και τα ταχύτερα συστήματα επεξεργασίας εικόνας έχουν κάνει πραγματικότητα την απεικόνιση σε πραγματικό χρόνο. Η διαδερμική νεφροστομία έχει εκτελεσθεί με τη χρήση της MRI ανοικτής διαμόρφωσης. Η MR ουρογραφία αντιπροσωπεύει μια εξελισσόμενη μορφή απεικόνισης που επιτρέπει τη βέλτιστη, μη επεμβατική αξιολόγηση πολλών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος. Η εφαρμογή διάφορων τεχνικών τροποποιήσεων παρέχει επαρκείς πληροφορίες για τον προεγχειρητικό προγραμματισμό και τη μετεγχειρητική εκτίμηση.