Οι απλές κύστεις του νεφρού είναι οι πιο συχνές κυστικές βλάβες του νεφρικού παρεγχύματος. Είναι απλές καλοήθεις κύστεις με ομαλά τοιχώματα, που ξεχωρίζουν από το νεφρικό παρέγχυμα και περιέχουν ένα διαυγές, συνήθως υποκίτρινο, υγρό. Είναι συνήθως ετερόπλευρες και ανιχνεύονται σχεδόν πάντα ως τυχαίο εύρημα κατά τη διάρκεια απεικονιστικού ελέγχου (υπερηχογράφημα, αξονική-μαγνητική τομογραφία). Η συχνότητα εμφάνισης των απλών νεφρικών κύστεων αυξάνεται με την ηλικία και εμφανίζονται με διπλάσια συχνότητα στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες.
Οι απλές κύστεις διαφέρουν από τις κύστεις που αναπτύσσονται σε άτομα που πάσχουν από πολυκυστική νόσο των νεφρών (PKD, polycystic kidney disease). Η πολυκυστική νόσος των νεφρών είναι μία γενετική ασθένεια που κληρονομείται με τον αυτοσωματικό κυρίαρχο χαρακτήρα (autosomal dominant polycystic kidney disease, ADPKD). Στην πολυκυστική νόσο, μπορεί να επηρεαστεί η νεφρική λειτουργία, και, σε κάποιες περιπτώσεις, ο ασθενής να χρειάζεται αιμοκάθαρση. Οι απλές νεφρικές κύστεις δεν επηρεάζουν ποτέ τη νεφρική λειτουργία.
Η σωληναριακή απόφραξη και η ισχαιμία του νεφρικού παρεγχύματος έχουν ενοχοποιηθεί ως εκλυτικοί παράγοντες για την γένεση των κύστεων. Η ηλικία, το κάπνισμα, η νεφρική ανεπάρκεια και η υπέρταση αποτελούν άλλους παράγοντες κινδύνου για την δημιουργία τους.
Οι απλές κύστεις είναι συνήθως ασυμπτωματικές και έχουν σφαιρικό σχήμα. Βρίσκονται στον φλοιό του νεφρού με διάμετρο η οποία μπορεί να φτάνει τα 3 – 4 εκατοστά. Εξ ορισμού, δεν επικοινωνούν με τη νεφρική πύελο και το περιεχόμενο τους είναι συνήθως υπερδιήθημα πλάσματος (υγρό με διαυγής όψη και συνήθως χρώματος υποκίτρινο).
Κλινικά οι ασθενείς με απλές κύστεις νεφρού μπορεί να παρουσιάσουν αιματουρία, πόνο στην οσφύ, εμπύρετο (λόγω επιμόλυνσης αυτών) ή και απόφραξη του ουροποιητικού συστήματος (παραπυελικές κύστεις). Σημαντικής σημασίας είναι η διάκριση τους σε σχέση με την πολυκυστική νεφρική νόσο ή άλλα κυστικά νοσήματα ή ακόμα και με διαυγοκυτταρικά καρκινώματα του νεφρού (clear cell renal cell carcinoma).
Κύστεις νεφρού με ανώμαλο πάχος τοιχώματος, πεπαχυσμένα διαφραγμάτια στο εσωτερικό τους, ρυπαρό περιεχόμενο ή αποτιτανώσεις έχουν αυξημένη πιθανότητα κακοήθειας.
Ταξινόμηση κατά BOSNIAK
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερη περιγραφή και διαχείριση των νεφρικών κύστεων, ταξινομήθηκαν σε ένα σύστημα που ονομάσθηκε ταξινόμηση κατά Bosniak.
Οι κύστεις αυτές ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες (Ι, ΙΙ, ΙΙ-F, III και IV) ανάλογα με το βαθμό της πολυπλοκότητας τους και την πιθανότητα κακοήθειας όπως αυτές περιγράφονται από τον αξονικό τομογράφο.
- Οι κατηγορίες I-II περιλαμβάνουν απλές κύστεις ή ελάχιστα επιπλεγμένες με την πιθανότητα εξαλλαγής σε κακοήθη νεοπλάσματα να είναι 0%.
- Στην κατηγορία IIF εντάσσονται κύστεις νεφρού ελάχιστα επιπλεγμένες οι οποίες όμως λόγω της μορφολογίας και της διαμέτρου τους (>3cm) έχουν πιθανότητα εξαλλαγής 5-6%. Αυτές οι κύστεις χρήζουν παρακολούθησης με υπέρηχο ή αξονικό τομογράφο ανά 6 μήνες (για 2-3 έτη).
- Στην κατηγορία III ταξινομούνται οι ενδιάμεσα επιπλεγμένες κύστεις με την πιθανότητα εξαλλαγής σε κακοήθες νεόπλασμα να ανέρχεται στο 55-60%. Η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι συνήθως χειρουργική (μερική νεφρεκτομή).
- Τέλος, στην κατηγορία IV κατατάσσονται οι σαφώς κακοήθεις κύστεις νεφρού (100% κακοήθη νεοπλάσματα). Η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των βλαβών είναι χειρουργική (μερική – ριζική νεφρεκτομή).
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η συντριπτική πλειοψηφία των νεφρικών κύστεων είναι απλές και δεν απαιτείται περαιτέρω θεραπεία, παρά μόνο περιοδική παρακολούθηση με υπερήχους. Θεραπευτική αντιμετώπιση χρειάζεται σε περιπτώσεις συμπτωματικών κύστεων, που το μέγεθός τους είναι μεγάλο και λόγω πιεστικών φαινομένων στα γειτονικά όργανα, είναι δυνατόν να προκαλέσουν συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα ή και υπέρταση. Πόνος επίσης μπορεί να εμφανιστεί σε περίπτωση εσωτερικής αιμορραγίας ή τραυματικής ρήξης. Ιδιαίτερα ευμεγέθεις κύστεις μπορεί να εμποδίζουν τη ροή των ούρων στο αποχετευτικό σύστημα ή του αίματος στους νεφρούς. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται αντιμετώπιση, η οποία περιλαμβάνει διάφορες επιλογές με ανάλογα αποτελέσματα και επιπλοκές.
Οι κύστεις κατά Bosniak I και II δε χρήζουν θεραπείας ούτε παρακολούθησης.
Οι νεφρικές κύστεις Bosniak IIF έχουν μικρή πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής και θα πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Οι κύστεις Bosniak III και IV έχουν υψηλή πιθανότητα εξαλλαγής και θα πρέπει να αφαιρούνται χειρουργικά.
Μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η σκληροθεραπεία. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, αν η κύστη είναι πολύ μεγάλη, μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση. Μπορεί να γίνει είτε ανοικτά, είτε λαπαροσκοπικά, είτε ρομποτικά.
Το μέγεθος και η θέση της κύστης θα αποτελέσουν τα κριτήρια για την επιλογή του είδους της χειρουργικής θεραπείας.