Οι αρχές Υγείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Ουρολογική Εταιρία (EAU) εξέδωσαν οδηγία με την οποία απαγορεύουν την χρήση φθοριοκινολονών (σιπροφλοξασίνη, οξφλοξασίνη, μοξιφλοξασίνη, νορφλοξασίνη ) στην Ουρολογία.
Ειδικότερα οι φθοριοκινολόνες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Πρόληψη υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων
- Πρόληψη των λοιμώξεων μετά από χειρουργεία ή παρεμβάσεις στο ουροποιητικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των διουρηθρικών χειρουργείων & της βιοψίας του προστάτη
- Αντιμετώπιση της σήψης
Οι κινολόνες και οι φθοριοκινολόνες είναι συνθετικά αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για ευρύ φάσμα βακτηριακών λοιμώξεων. Καθώς διατίθενται στην ΕΕ από το 1962, έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία εκατομμυρίων ασθενών με βακτηριακές λοιμώξεις, μεταξύ των οποίων σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις και λοιμώξεις ανθεκτικές σε άλλες θεραπείες.
Οι παλαιότερες ουσίες αυτής της κατηγορίας (ξεκινώντας από το ναλιδιξικό οξύ) είναι μη φθοριούχες, διαθέτουν στενό φάσμα δράσης έναντι των αρνητικών κατά Gram βακτηρίων και έχουν γενικά αντικατασταθεί στην κλινική πράξη από νεότερης γενιάς αντιβιοτικά. Τα αντιβιοτικά αυτά (ξεκινώντας με τη νορφλοξασίνη) διαθέτουν ολοένα ευρύτερο φάσμα δράσης. Φθοριώνονται στον C-6 άνθρακα του βασικού δακτυλίου τους, σχηματίζοντας τις αποκαλούμενες φθοριοκινολόνες. Οι συγκεκριμένες ουσίες αναστέλλουν τη σύνθεση του βακτηριακού DNA μέσω της πρόσδεσής τους στα ενδοκυττάρια ένζυμα τοποϊσομεράσης, σχηματίζοντας σύμπλοκα φαρμάκου-ενζύμου-DNA.
Επί του παρόντος, οι κινολόνες και οι φθοριοκινολόνες χρησιμοποιούνται για περισσότερες από 120 ενδείξεις στην ΕΕ, μεταξύ των οποίων διάφοροι τύποι λοιμώξεων του ουροποιητικού, του αναπνευστικού, του γεννητικού και του γαστρεντερικού συστήματος, του δέρματος, των οστών και των αρθρώσεων.
Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα της εν λόγω κατηγορίας είναι:
- η σιπροφλοξασίνη
- η λεβοφλοξασίνη
- η μοξιφλοξασίνη
- η νορφλοξασίνη
- η οφλοξασίνη