Στυτική διαταραχή και καρδιολογικά προβλήματα
Η στύση είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο που προϋποθέτει μια ευαίσθητη και καλά ενορχηστρωμένη ισορροπία μεταξύ νευρολογικών, αγγειακών, ορμονικών και ανατομικών δομών.
Αποτελεί το θαυμαστό αποτέλεσμα μιας αστραπιαίας διαδικασίας, στην οποία εμπλέκονται τα έξω γεννητικά όργανα, η καρδιά, τα αγγεία, οι ορμόνες, οι νευρικοί άξονες, τα συναισθήματα, οι αισθήσεις, η φαντασία, η μνήμη…
Το 1994 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της πρώτης μεγάλης επιδημιολογικής έρευνας της στυτικής δυσλειτουργίας , της MMAS (Massachusetts Male Aging Study). Σύμφωνα με αυτή το 52% των ανδρών ηλικίας 40-70 ετών παρουσίαζε κάποιου βαθμού στυτική δυσλειτουργία. Επιπλέον για πρώτη φορά έγινε συσχέτιση της διαταραχής του στυτικού μηχανισμού με άλλες παθήσεις όπως η υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, η στεφανιαία νόσος, οι υπερλιπιδαιμίες, αλλά και με καθημερινές συνήθειες όπως το κάπνισμα, η λήψη φαρμάκων και η φυσική άσκηση.
Πιο πρόσφατη ανάλυση των δεδομένων της έρευνας έδειξε ότι οι περισσότεροι ασθενείς δεν επιζητούν ιατρική βοήθεια, παρά μόνο το 10%. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί σε ταμπού, σε πολιτισμικούς περιορισμούς, σε έλλειψη ικανοποιητικής θεραπείας καθώς και σε αποδοχή της κατάστασης ως φυσιολογική συνέπεια της γήρανσης.
Η στυτική δυσλειτουργία μοιράζεται κοινούς παράγοντες κινδύνου με την καρδιαγγειακή νόσο όπως:
- η ηλικία
- η υπερχοληστερολαιμία
- η υπέρταση
- η ανοχή στην ινσουλίνη
- ο σακχαρώδης διαβήτης
- το κάπνισμα
- η παχυσαρκία
- το μεταβολικό σύνδρομο
- η καθιστική ζωή
- η κατάθλιψη
Καρδιαγγειακή νόσος και στυτική δυσλειτουργία μοιράζονται επίσης μια κοινή παθοφυσιολογική βάση ως προς την αιτιολογία και την εξέλιξη. Πολυάριθμες μελέτες έχουν αποδείξει ότι η στυτική δυσλειτουργία είναι:
- είναι συχνή σε άνδρες με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο
- συνυπάρχει με λανθάνουσα στεφανιαία νόσο
- είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για μελλοντικά καρδιαγγειακά συμβάματα
- Η στυτική δυσλειτουργία προηγείται καρδιαγγειακής νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου, περιφερικής αρτηριακής νόσου μια σημαντικής περιόδου, η οποία συνήθως κυμαίνεται από 2 έως 5 έτη (μέσος όρος 3 έτη).
Η αιτιολογία της πάθησης είναι πολυπαραγοντική και ταξινομείται σε οργανική, νευρογενή και μικτή.
Στην οργανικής αιτιολογίας δυσλειτουργία πιο συχνά ευθύνονται αγγειακές βλάβες. Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου που εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία της οργανικής δυσλειτουργίας είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία, το κάπνισμα και χρόνιες παθήσεις. Οι παράγοντες αυτοί ενισχύουν τον κίνδυνο για ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης, με συνέπεια την εμφάνιση αγγειακών βλαβών, που είναι υπεύθυνες για τη στυτική δυσλειτουργία. Η αρτηριοσκλήρυνση συνεργεί με άλλους παράγοντες κινδύνου και οδηγεί σε ενδοθηλιακή βλάβη, η οποία παίζει κρίσιμο ρόλο στην εμφάνιση της αγγειακής αιτιολογίας δυσλειτουργία. Η κυριότερη αιτία οργανικής στυτικής δυσλειτουργίας είναι η αγγειοπάθεια. Καθώς αρκετοί από τους παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για τη στυτική δυσλειτουργία και τη γενικευμένη αγγειακή νόσο, η διαταραχή της λειτουργίας της στύσης, ίσως να αποτελεί σε ασυμπτωματικούς, κατά τα άλλα, ασθενείς δείκτη γενικευμένης αγγειακής νόσου.
Αυτή η παθοφυσιολογική συσχέτιση ανάμεσα στη στυτική δυσλειτουργία και τη αγγειακή νόσο θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι στους ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα, αρχικά προσβάλλονται οι μικρότερες αρτηρίες του πέους και στη συνέχεια, καθώς οι αθηρωματικές βλάβες γίνονται πιο σημαντικές, οι μεγαλύτερες σε μέγεθος αρτηρίες.
Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, επομένως, κατέχει κεντρική θέση στην παθοφυσιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας.
Το αγγειακό ενδοθήλιο αποτελεί την εσωτερική στοιβάδα του αγγειακού τοιχώματος. Πρόκειται για στοιβάδα πλακωδών κυττάρων με ιδιότητες εκλεκτικής διαπερατότητας ουσιών, διασφάλισης επικοινωνίας με τον περιβάλλοντα ιστό και πρόληψης από θρομβωτικά συμβάματα. Το ενδοθήλιο αντιδρά στα διάφορα ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα με την απελευθέρωση διαφόρων ποσοτήτων αγγειοδραστικών ουσιών. Η στύση αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μία αγγειακή διαδικασία και το ενδοθήλιο του πέους με το λείο μυϊκό ιστό είναι πολύ ευαίσθητα σε λειτουργικές και δομικές αλλαγές. Η αγγειογενής στυτική δυσλειτουργία προκύπτει λόγω βλάβης του ενδοθηλίου.
Η θεραπεία σε ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία και πιθανή καρδιαγγειακή νόσο μπορεί να έχει αμφίδρομα οφέλη. Θεραπεύοντας την καρδιαγγειακή νόσο ή τους παράγοντες κινδύνου αυτής μπορεί να βελτιωθεί η στυτική δυσλειτουργία και, αντιστρόφως, η θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας μπορεί να παράσχει πρόσθετο όφελος ως προς την έκβαση μεταξύ των ανδρών με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Αλλαγές στον τρόπο ζωής, κοινές με αυτές που συνιστώνται για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, είναι αποτελεσματικές ως προς τη βελτίωση της σεξουαλικής λειτουργίας σε άντρες. Αυτές περιλαμβάνουν:
- τη σωματική άσκηση
- τη βελτίωση της διατροφής (με έμφαση στη μεσογειακή διατροφή)
- τον έλεγχο του σωματικού βάρους
- τη διακοπή του καπνίσματος
1 στους 4 άνδρες δε γνωρίζουν ότι υπάρχουν θεραπείες για τα προβλήματα στύσης.
- Το πρώτο βήμα για να αναζητήσεις βοήθεια στην αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας είναι να την αναγνωρίσεις.
- Η στυτική δυσλειτουργία σήμερα είναι αντιμετωπίσιμη.
Υπάρχουν πλέον πολλές και εξελιγμένες μέθοδοι θεραπείας που μπορούν να σε οδηγήσουν ευκολότερα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι εξειδικευμένοι γιατροί οφείλουν να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο ολιστικά. Όχι μόνο να διορθώσουν τη δυσλειτουργία, αλλά να εντοπίσουν τις υποκείμενες παθήσεις που οδηγούν σε στύσεις χαμηλής ποιότητας και απόδοσης.