Το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης (Genitourinary syndrome of menopause, GSM) είναι ένας σχετικά νέος όρος που περιγράφει την κλινική οντότητα αυτού που ήταν παλαιότερα γνωστό ως αιδοικολπική ατροφία, ατροφική κολπίτιδα ή ουρογεννητική ατροφία. Εισήχθη για πρώτη φορά το 2014 με συναίνεση της Διεθνούς Εταιρείας για τη Μελέτη της Σεξουαλικής Υγείας των Γυναικών και της Εταιρείας Εμμηνόπαυσης της Βόρειας Αμερικής (International Society for the Study of Women’s Sexual Health and the North American Menopause Society).
Περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλλαγών και συμπτωμάτων που αφορούν το γεννητικό και κατώτερο ουροποιητικό σύστημα καθώς και τη σεξουαλική υγεία μιας γυναίκας, ως επακόλουθα της πτώσης των οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση.
Η συχνότητα του συνδρόμου είναι αρκετά υψηλή. Φαίνεται να επηρεάζει περισσότερες από τις μισές (περίπου το 27- 84%) των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Σε όλο τον κόσμο, κατά μέσο όρο, οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες. Εκτιμάται ότι αυτές οι γυναίκες ζουν περισσότερο από 30 χρόνια μετά τη φυσική εμμηνόπαυση, η οποία συνήθως συμβαίνει μεταξύ 48 και 52 ετών, στις ανεπτυγμένες χώρες. Για το λόγο αυτό, ο αντίκτυπος πιθανών καταστάσεων λόγω ορμονικής ανεπάρκειας που σχετίζεται με την εμμηνόπαυση επηρεάζει την υγιή μακροζωία των γυναικών. Στα προ-εμμηνοπαυσιακά χρόνια, μπορεί να βρεθεί στο 19% των γυναικών ηλικίας 40-45 ετών.
Πρόκειται για μία χρόνια και εξελισσόμενη πάθηση που αφορά στα έξω γεννητικά όργανα της γυναίκας καθώς και στο κατώτερο ουροποιητικό σύστημα (ουρήθρα, ουροδόχος κύστη). Το σύνδρομο οφείλεται στην ελαττωμένη παροχή των οιστρογόνων που συμβαίνει κατά την εμμηνόπαυση, αλλά και σε άλλες αιτίες (π.χ. ορμονική θεραπεία νεοπλασμάτων ή ενδομητρίωσης, ακτινοβολίες, χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών). Προκαλεί συμπτώματα που αφορούν το αιδοίο, τον κόλπο και το ουροποιητικό σύστημα και απαιτεί μακροχρόνια θεραπευτική παρέμβαση.
Κλινικές εκδηλώσεις
Το γεννητικό και το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα έχουν κοινή εμβρυολογική καταγωγή και εκφράζουν ευρέως οιστρογονικούς υποδοχείς. Η υγιής κολπική χλωρίδα χαρακτηρίζεται από επικράτηση των γαλακτοβάκιλλων που διατηρούν χαμηλά το pH, προφυλάσσοντας από κυστίτιδες και κολπίτιδες. Με την έναρξη της υπο-οιστρογοναιμίας το δίκτυο μυών, συνδέσμων, νεύρων και αγγείων που ρυθμίζει τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων διαταράσσεται.
Το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης χαρακτηρίζεται από μια πλειάδα συμπτωμάτων και κλινικών σημείων που σχετίζονται με την μείωση των οιστρογόνων και δημιουργούν αλλαγές στα μικρά και μεγάλα χείλη του αιδοίου, στην κλειτορίδα, στην είσοδο του κόλπου, στην ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη.
Το σύνδρομο περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται στα συμπτώματα από το κατώτερο γεννητικό σύστημα. Περιλαμβάνει και συμπτώματα σχετιζόμενα με την σεξουαλική λειτουργικότητα των γυναικών, όπως και συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα. Οι κλινικές εκδηλώσεις της πάθησης είναι ευρείες και ποικίλουν σε βαρύτητα.
Συμπτώματα από το γεννητικό σύστημα:
- Ξηρότητα, ατροφία κόλπου
- Αίσθημα καύσους, κνησμού ή ερεθισμού
- Πόνος ή πίεση στον κόλπο και την πύελο
- Ρίκνωση και στένωση του κόλπου
- Αυξημένες κολπικές εκκρίσεις
- Κολπίτιδες
- Πρόπτωση των πυελικών οργάνων
Συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα:
- Επιτακτική ούρηση
- Συχνουρία
- Ακράτεια ούρων επιτακτική και προσπαθείας
- Υποτροπιάζουσες κυστίτιδες
- Αιματουρία
Συνακόλουθη των παραπάνω καταστάσεων είναι η σημαντική επίδραση του συνδρόμου στη σεξουαλική υγεία της γυναίκας, με την εμφάνιση:
- δυσπαρεύνειας
- μειωμένης εφύγρανσης του κόλπου
- κολπικής αιμόρροιας μετά την επαφή
- μείωσης της libido
Συμπτώματα από το κατώτερο Ουροποιητικό Σύστημα
Στις ανατομικές αλλαγές από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα περιλαμβάνονται:
- η πρόπτωση ουρήθρας
- η εμβύθυνση της ουρήθρας στον κόλπο που την καθιστά ευάλωτη σε τραυματισμούς και ερεθισμούς
- το εκτρόπιο ουρήθρας
- η κυστεοκήλη
Κατά την κυστεοσκόπηση της ουροδόχου κύστης εμμηνοπαυσιακών γυναικών αναδεικνύεται μικρότερο μήκος ουρήθρας σε σύγκριση με γυναίκες σε προεμμηνοπαυσιακή φάση, πλακώδης μετάπλαση του τριγώνου της ουροδόχου κύστης, όπως και μείωση της αγγείωσης και κατ’ επέκταση της αιμάτωσης αυτής. Αυτό έχει ως συνέπεια ο βλεννογόνος της κύστης και της ουρήθρας να εμφανίζεται συχνά ωχρός ή ισχαιμικός.
Η συχνότητα εμφάνισης ουρολοίμωξης αυξάνεται δραματικά σε ηλικιωμένες γυναίκες. Μελέτες έχουν δείξει ότι το 15% έως 20% των γυναικών ηλικίας 65 έως 70 ετών και το 20% έως 50% των γυναικών ηλικίας > 80 ετών έχουν βακτηριουρία.
Οι μετεμμηνοπαυσιακές και προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να έχουν διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου για ουρολοίμωξη. Ενώ η σεξουαλική επαφή είναι η πιο κοινή αιτία μεταξύ των νεότερων γυναικών, η ακράτεια ούρων, η κυστεοκήλη και ο διαβήτης είναι οι παράγοντες κινδύνου για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Η έλλειψη ευαισθητοποίησης σχετικά με τη συσχέτιση υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων και GSM μπορεί να οδηγήσει σε περιττές αντιβιοτικές θεραπείες και να διαφοροποιήσει τη μικροβιακή αντοχή στα φάρμακα.
Θεραπευτικές επιλογές
Λόγω της πολυπλοκότητας του ουρογεννητικού συνδρόμου, η θεραπευτική αντιμετώπιση ποικίλει και εξαρτάται από τα σύμπτωματα που υπάρχουν. Έτσι συμπεριλαμβάνει θεραπείες που έχουν σαν στόχο την αντιμετώπιση της συμπτωματικής αιδοιοκολπικής ατροφίας ή της σεξουαλικής δυσλειτουργίας ή των συμπτωμάτων από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα ή συνδυασμό αυτών. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορεί να είναι τοπικές ή συστηματικές, μη ορμονικές ή/και ορμονικές, λήψη αντιμουσκαρινικών ή/και αντιχολινεργικών, αλλαγές στον τρόπο ζωής (π.χ συχνές σεξουαλικές επαφές, μείωση του άγχους, ψυχοθεραπεία, διακοπή καπνίσματος και λήψης καφέ κλπ.), διαστολείς κόλπου, φυσιοθεραπεία μυών πυελικού εδάφους και άλλες. Επειδή πρόκειται για ένα χρόνιο σύνδρομο που αφορά σχεδόν το ένα τρίτο ή και περισσότερο της ζωής των γυναικών, η θεραπευτική αντιμετώπιση θα πρέπει να παρέχεται σε μακροχρόνια βάση.
Στόχος της θεραπείας αποτελεί η ανακούφιση ή/και εξάλειψη των συμπτωμάτων. Ως πρώτη γραμμή αντιμετώπισης των συμπτωμάτων της αιδοιοκολπικής ατροφίας, που δε σχετίζονται με την σεξουαλική επαφή, συστήνεται η εφαρμογή κολπικών κρεμών ή gels που έχουν φυσικό τρόπο δράσης. Περιέχουν συστατικά που δρουν θεραπευτικά όπως υαλουρονικό οξύ, κολλαγόνο ή/και φυτο-οιστρογόνα. Πέραν αυτών, ως περαιτέρω αντιμετώπιση του συνδρόμου προτείνεται η τοπική χορήγηση σκευασμάτων ορμονικής θεραπείας.
Τα κολπικά οιστρογόνα θεωρούνται «ο χρυσός κανόνας» για την αντιμετώπιση του ουρογεννητικού συνδρόμου της εμμηνόπαυσης.
Η χρήση των κολπικών οιστρογόνων είναι κατάλληλη για την πλειοψηφία των ασθενών. Χρησιμοποιούνται σε ευέλικτο δοσολογικό σχήμα που καλύπτει τις ανάγκες της κάθε γυναίκας.
– Χαμηλής δόσης ορμονική παρέμβαση
– Ελάχιστη απορρόφηση στην κυκλοφορία
– Εξαιρετικά σπάνια η εμφάνιση παρενεργειών
– Αντιστρέφουν την ουρογεννητική γήρανση
– Δεν προκαλούν πάχυνση ενδομητρίου
Νεότερες μέθοδοι αντιμετώπισης της κολπικής ξηρότητας, της ελαττωμένης libido καθώς επίσης της ήπιας ακράτειας ούρων είναι:
- η χρήση ραδιοσυχνοτήτων
- η χρήση κολπικού laser
- η τοπική εφαρμογή υαλουρονικού οξέος και αίματος πλούσιου σε αιμοπετάλια (PRP)
Θεραπεία για τα συμπτώματα ούρησης ερεθιστικού τύπου, με ή χωρίς παρουσία ακράτειας, είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση με αντιμουσκαρινικά, β3 αδρενεργικούς αγωνιστές, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά κ.ά. Τα φάρμακα αυτά μπορούν να δοθούν ως μονοθεραπεία ή και σε συνδυασμό μεταξύ τους ή σε συνδυασμό με τα κολπικά οιστρογόνα. Τόσο τα αντιμουσκαρινικά όσο και οι β3 αδρενεργικοί αγωνιστές ελαττώνουν τα επεισόδια ούρησης κατά την διάρκεια της ημέρα,ς αλλά και της νύχτας, την έπειξη προς ούρηση, τα επεισόδια επιτακτικής ακράτειας και την ποιότητα ζωής των γυναικών.
Στις ανεπιθύμητες ενέργειες των αντιμουσκαρινικών περιλαμβάνονται:
- η ξηροστομία
- η δυσκοιλιότητα
- το θάμβος όρασης
- η σύγχυση
- η παράταση του QT διαστήματος στο ηλεκτροκαρδιογράφημα
οι οποίες συντελούν σε κακή συμμόρφωση των γυναικών και στην πρόωρη διακοπή της θεραπείας.
Το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας μιας γυναίκας δε θα πρέπει να σημαίνει και το τέλος μιας ποιοτικής και ευχάριστης ζωής. Οι ποικίλες κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου συχνά έχουν αρνητική επίδραση στη ψυχική και σεξουαλική υγεία, την επαγγελματική και κοινωνική ζωή της πάσχουσας. Παρόλη την υψηλή συχνότητα του, το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης παραμένει συχνά υποδιαγνωσμένο, κυρίως λόγω του αισθήματος ντροπής πολλών ασθενών να αναζητήσουν βοήθεια.
Το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης δεν θα πρέπει να αποτελεί ένα θέμα «ταμπού» για τη σύγχρονη, δραστήρια γυναίκα.
Η θεραπεία πρώτης γραμμής αποτελείται από μη ορμονικές θεραπείες, όπως αλλαγές στον τρόπο ζωής, λιπαντικά και ενυδατικές κρέμες. Η ορμονική θεραπεία με τοπικά χορηγούμενα ενδοκολπικά οιστρογόνα θεωρείται ο «χρυσός κανόνας» σε πιο επίμονες περιπτώσεις. Νεότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικές επιλογές, αλλά απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την ανάλυση της εφαρμογής τους στην καθημερινή κλινική πρακτική.
Η ευαισθητοποίηση του κοινού και η εξατομικευμένη προσέγγιση κάθε ασθενούς αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη διάγνωση και αντιμετώπιση του συνδρόμου.