Από την πρώτη απόπειρα κυστεοσκόπησης με χοάνες θέασης και κερί, που έκανε το 1805 ο γερμανός στρατιωτικός χειρουργός Philipp Bozzini, προσπαθώντας να εντοπίσει σφαίρες στην ουροδόχου κύστη ενός τραυματία πολέμου, έως τον σημερινό κυστεοσκοπικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούμε με οπτικές ίνες και ψηφιακή απεικόνιση, βλέπουμε το αποτέλεσμα 200 και πλέον ετών καινοτομίας και ανάπτυξης.
Όμως η συμβατική κυστεοσκόπηση και η επέμβαση TUR-BT οι οποίες εκτελούνται με τη χρήση λευκού φωτός τις τελευταίες δεκαετίες, μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια βλαβών που δεν είναι ορατές στο λευκό φως. Υπολογίζεται ότι χάνεται έως και το 43% των όγκων και ιδιαίτερα τα CIS και οι μικρές θηλώδεις αλλοιώσεις.
Γι’ αυτό το λόγο αναπτύσσονται νέες βελτιωμένες τεχνικές ενδοσκοπικής απεικόνισης όπως:
- η κυστεοσκόπηση με τεχνολογία «απεικόνισης στενού φάσματος» (Narrow Band Imaging, NBI)
- η φωτοδυναμική κυστεοσκόπηση (Photo Dynamic Diagnosis, PDD)
Η φωτοδυναμική κυστεοσκόπηση περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1964 από τους Whitmore et al. Αν και δεν εισήλθε στην κλινική πράξη μέχρι τη δεκαετία του 1990, τα τελευταία χρόνια κρίνεται απαραίτητη η χρήση της κερδίζοντας σημαντικό έδαφος.
Η PDD καθοδηγούμενη διουρηθρική εκτομή όγκων της ουροδόχου κύστης (TUR-BT) έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερο ποσοστό υπολειπόμενης νόσου κατά τη re-TUR-BT ή κυστεκτομή σε σύγκριση με την κυστεοσκόπηση λευκού φωτός (WLC). Η κυστεοσκόπηση φθορισμού έχει υψηλότερο διαγνωστικό ποσοστό για το CIS και τα επίπεδα ή θηλώδη νεοπλάσματα. Η διεγχειρητική εφαρμογή μπορεί να βελτιώσει τα συνολικά ποσοστά TUR-BT και να μειώσει τα ποσοστά υποτροπής κατά 50%.
Η κυστεοσκόπηση με τεχνολογία «απεικόνισης στενού φάσματος» χρησιμοποιεί φιλτραρισμένο λευκό φως για να αφαιρέσει το κόκκινο φάσμα με αποτέλεσμα πράσινες (415 nm) και μπλε (540 nm) ζώνες που έχουν διαφορετικά βάθη διείσδυσης. Έτσι έχουμε ενίσχυση των βλεννογόνων και υποβλεννογόνων αγγείων. Η αιμοσφαιρίνη απορροφά αυτά τα μήκη κύματος κατά προτίμηση, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σκούρα αιμοφόρα αγγεία που έρχονται σε έντονη αντίθεση με το ανοιχτό φόντο του φυσιολογικού βλεννογόνου, αξιοποιώντας τη νεοαγγειογένεση που σχετίζεται με τον όγκο. Αυτό επιτρέπει την καλύτερη οριοθέτηση των ορίων του όγκου και βελτιώνει τα ποσοστά ανίχνευσης.
Συνολικά στις μελέτες, το NBI απέδωσε 9,9% αυξημένο ποσοστό ανίχνευσης ανά ασθενή και αύξηση 19,2% σε ανάλυση βάσει βλάβης. Για το CIS, το ποσοστό ανίχνευσης ήταν μεγαλύτερο κατά 25,1% ανά ασθενή και κατά 31,1% στο σύνολο. Ανά ασθενή, η ευαισθησία και η ειδικότητα του NBI ήταν 95,8 και 73,6%, αντίστοιχα, σε σύγκριση με 81,6 και 79,2% για το WLC.
Και οι 2 τεχνικές περιλαμβάνονται πλέον στις κατευθυντήριες οδηγίες τόσο της Αμερικανικής Ουρολογικής Εταιρείας, όσο και της Εταιρείας Ουρολογικής Ογκολογίας για την αύξηση της ανίχνευσης και τη μείωση των υποτροπών.