Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ) είναι μία συνήθης πάθηση στους άνδρες άνω των 50 ετών. Η ύπαρξή της μπορεί να πυροδοτήσει ενοχλητικά συμπτώματα στο ουροποιητικό σύστημα, τα οποία χειροτερεύουν με την αύξηση της ηλικίας. Αποτελεί την πιο συχνή αιτία εμφάνισης αποφρακτικού τύπου ούρησης στους άνδρες (καλοήθης προστατική απόφραξη).
Η ΚΥΠ μπορεί να οδηγήσει σε αποφρακτικού τύπου ούρηση με τους παρακάτω δύο μηχανισμούς:
- η αύξηση της μάζας του προστάτη, που αποτελεί το στατικό στοιχείο της απόφραξης, βρίσκει ως εμπόδιο την κάψα του προστάτη καθώς μεγεθύνεται προς την περιφέρεια, με αποτέλεσμα οι πιέσεις να διοχετεύονται προς την ουρήθρα.
- η αύξηση του τόνου των λείων μυϊκών ινών του στρώματος αποτελεί το δυναμικό στοιχείο της απόφραξης.
Οι παραπάνω αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της πίεσης της προστατικής ουρήθρας με αποτέλεσμα την αποφρακτική ούρηση και την εμφάνιση συμπτωμάτων από το κατώτερο ουροποιητικό.
Πρέπει να τονιστεί ότι το μέγεθος του αδένα δεν έχει πάντα ανάλογη σχέση με τα αποφρακτικά συμπτώματα και τις επιπτώσεις της πάθησης στο ουροποιητικό. Έτσι μπορεί να υπάρχει ένας προστάτης μεγάλου μεγέθους και ο ασθενής να μην έχει αποφρακτική ούρηση. Αντίθετα, ένας μικρός προστάτης (≤30gr) μπορεί να προκαλέσει έντονη συμπτωματολογία, σημαντικού βαθμού απόφραξη έως και επίσχεση ούρων.
Κύστη “προσπαθείας” – καλοήθης προστατική απόφραξη
Στην πραγματικότητα, ο προστάτης μεγαλώνει, αλλά η κύστη υποφέρει, αφού δική της ευθύνη είναι τόσο η αποθήκευση των ούρων, όσο και η αποβολή τους, δηλαδή η ούρηση.
Η αποφρακτική ούρηση οδηγεί αρχικά στην υπερτροφία του εξωστήρα μυ της κύστης που προσπαθεί να αντιρροπίσει τις υψηλές ουρηθρικές αντιστάσεις, ενώ στη συνέχεια θα εμφανισθούν δοκίδωση της κύστης και εκκολπώματα.
Η εμμένουσα απόφραξη θα καταλήξει σε μία ουροδόχο κύστη λεπτή και ατροφική με μικρή δυνατότητα σύσπασης για την αποβολή των ούρων.
Ιστολογικά παρατηρείται ελάττωση των λείων μυϊκών ινών και αντικατάστασή τους με ίνες κολλαγόνου, που ελαττώνουν την διατασιμότητα της κύστης και συνεπώς την χωρητικότητά της.
Την τελευταία δεκαετία υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μέτρηση του πάχους του τοιχώματος της κύστης που αποτελεί μία έμμεση μέτρηση της μάζας του εξωστήρα μυός. Οι υψηλές εξωστηριακές πιέσεις κατά την ούρηση σε άνδρες με υποκυστικό κώλυμα οδηγούν αρχικά σε αύξηση του μεγέθους του λείου μυός (υπερτροφία/υπερπλασία του εξωστήρα) που θα εξελιχθεί σε μείζονες μεταβολές σε πιο προχωρημένα στάδια, όπως ίνωση, υπερλειτουργικότητα και ελαττωμένη λειτουργική χωρητικότητα.
Συμπτώματα
Η παρουσία υποκυστικού κωλύματος (καλοήθης προστατική απόφραξη) επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ούρηση. Κατά τη λήψη του ουρολογικού ιστορικού θα πρέπει ο ασθενής να ερωτάται αν έχει κάποιο από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- δυσκολία στην έναρξη της ούρησης
- ελάττωση της ακτίνας ούρησης
- παράταση του χρόνου ούρησης
- αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης
- διαφυγή σταγόνων μετά το τέλος της ούρησης
- διακοπτόμενη
- διχαλωτή ούρηση
Ο ασθενής με αποφρακτικού τύπου ούρηση θα καταλάβει μια σταδιακή ελάττωση της ταχύτητας των ούρων. Η ούρηση του θα γίνεται ολοένα δυσκολότερη, θα αργεί να ξεκινήσει και θα διαρκεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Συνήθως στο τέλος θα υπάρχει η αίσθηση ότι η κύστη δεν έχει αδειάσει.
Μια φυσιολογική ούρηση πρέπει να είναι ανώδυνη και ελεύθερη υπόλοιπου ούρων, με μια ροή μεταξύ 20-30ml/sec.
Η ουροροομετρία (μέτρηση της ροής των ούρων) δίνει χρήσιμες πληροφορίες για την ποιότητα της ούρησης και βοηθάει σημαντικά στη διαγνωστική προσέγγιση του προβλήματος.
Είναι μία μη επεμβατική, ανώδυνη εξέταση, γίνεται στο ιατρείο και ουσιαστικά πρόκειται για μια ούρηση σε ένα ειδικό μηχάνημα που καταγράφει τη ροή των ούρων, όταν ο ασθενής ουρεί μέσα σε αυτό. Η εξέταση διαρκεί μερικά λεπτά και συνδυάζεται συνήθως με μέτρηση του υπολείμματος των ούρων (PVR, Post Void Residual).
Καταγράφονται από το μηχάνημα διάφορες παράμετροι, όπως:
- η μέγιστη ροή ούρων
- ο όγκος των ούρων
- και ο χρόνος που διήρκησε η ούρηση.
Ασθενείς με μέγιστη ροή ούρων (Qmax) ≤ 10ml/sec έχουν αποφρακτικού τύπου ούρηση.