Ο κολικός του νεφρού είναι μία εξαιρετικά επώδυνη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από πόνο «σαν μαχαιριά» και ξεκινά από την περιοχή του νεφρού και συνήθως κατέρχεται προς το πλάγιο κοιλιακό τοίχωμα και μπορεί να καταλήγει στα έξω γεννητικά όργανα του ασθενούς. Ο πόνος αυτός δεν είναι συνεχής, αλλά χαρακτηρίζεται από υφέσεις και εξάρσεις. Η διάρκεια του μπορεί να είναι από μερικά λεπτά μέχρι ακόμα και λίγες ημέρες.
Ο κολικός του νεφρού προκαλείται από απότομη αύξηση της πίεσης στην ουροφόρο οδό και το ουρητηρικό τοίχωμα. Ο πόνος εμφανίζεται κατά κύματα και δεν ελαττώνεται με την αλλαγή θέσης του σώματος.
Περιγράφεται ως μια από τις πιο επώδυνες εμπειρίες, παρόμοια με αυτή του τοκετού.
Άλλα συμπτώματα που μπορεί να συνοδεύουν τον κολικό νεφρού είναι:
• Ναυτία
• Εμετός
• Αίμα στα ούρα
• Επώδυνη ούρηση
• Πυρετός
Ο κολικός του νεφρού αποτελεί μια επείγουσα κατάσταση και αναγκάζει τον πάσχοντα στην άμεση ανεύρεση ιατρικής βοήθειας για την ανακούφιση από τον πόνο.
Οι άνδρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες σε αναλογία 2,5:1.
Κάθε χρόνο, περίπου 1 ή 2 στους 1000 ανθρώπους υποφέρουν από οξύ κολικό του νεφρού.
Το 12-13% του δυτικού πληθυσμού θα ταλαιπωρηθεί τουλάχιστον 1 φορά κατά την διάρκεια της ζωής του.
Πιο πιθανό είναι να σχηματισθεί λίθος σε ηλικίες μεταξύ 30 και 50 ετών.
Ο κολικός του νεφρού, ως σύμπτωμα, αποτελεί εκδήλωση μερικής ή πλήρους απόφραξης της αποχετευτικής μοίρας του νεφρού ή του ουρητήρα. Η οξύτητα του άλγους σχετίζεται περισσότερο με την ταχύτητα εγκατάστασης και λιγότερο με το βαθμό απόφραξης. Η εμφάνισή του εξαρτάται τόσο από περιβαλλοντικούς όσο και από κληρονομικούς παράγοντες.
Η αιτιολογία της απόφραξης συνήθως είναι λιθιασική, μπορεί όμως να οφείλεται στην ύπαρξη κάποιου πήγματος ή και όγκου εντός της ουροφόρου οδού, σε στένωση της πυελοουρητηρικής συμβολής, καθώς και σε εξωαυλική πίεση από χωροκατακτητικές εξεργασίες ή άλλες παθολογικές καταστάσεις του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου.
Η κλινική εικόνα είναι συνήθως χαρακτηριστική, πολλές φορές όμως χρήζει διαφορικής διάγνωσης από διάφορες νόσους, όπως είναι η οξεία σκωληκοειδίτιδα, η οξεία χολοκυστίτιδα, η εκκολπωματίτιδα, η έκτοπη κύηση και το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Η σωστή λήψη του ιστορικού και η λεπτομερής κλινική προσέγγιση συμβάλλουν αποφασιστικά στη διάγνωση.
Ο απεικονιστικός έλεγχος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη διάγνωση, στην αναγνώριση της αιτίας, στον εντοπισμό του σημείου της απόφραξης και στην αναγνώριση ενδεχόμενων επιπλοκών αυτής. Εξετάσεις εκλογής αποτελούν η απλή ακτινογραφία νεφρών-ουρητήρων-κύστης (ΝΟΚ) σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα, η ενδοφλέβια ουρογραφία (IVU) και η ελικοειδής (spiral) υπολογιστική τομογραφία χωρίς σκιαγραφικό (CT scan).
Επιπλοκές της οξείας απόφραξης μπορεί να αποτελέσουν η ελάττωση της σπειραματικής διήθησης ή η δημιουργία ουρινώματος. Ωστόσο, σπάνια εμφανίζεται πλήρης νεφρική ανεπάρκεια.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η θεραπεία είναι συντηρητική, αφού οι λίθοι συνήθως είναι μικροί και αποβάλλονται αυτόματα, περιλαμβάνει μη στεροειδείς αντιφλεγμονώδεις παράγοντες και σε επιλεγμένες περιπτώσεις α1-αναστολείς και αναστολείς διαύλων ασβεστίου.
Ενδείξεις επεμβατικής παρέμβασης αποτελούν:
· οι λίθοι διαμέτρου ≥7 mm
· η παρατεταμένη απόφραξη
· το εμμένον άλγος
· η ταυτόχρονη λοίμωξη
· η αποτυχία της συντηρητικής αντιμετώπισης
· η απόφραξη σε μονήρη νεφρό
· η αμφοτερόπλευρη υδρονέφρωση
Η παρέμβαση αποσκοπεί στην άμεση παροχέτευση του ανώτερου ουροποιητικού και την αντιμετώπιση του αιτίου σε δεύτερο σκοπό.
Η παροχέτευση πραγματοποιείται με τη χρήση διαδερμικής νεφροστομίας ή ειδικού αυτοσυγκρατούμενου ουρητηρικού καθετήρα (double J stent).
Η διάρκεια της αυτόματης αποβολής δεν πρέπει να υπερβεί τις 4−6 εβδομάδες εξ αιτίας του κινδύνου νεφρικής βλάβης. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι η καταλληλότερη για ασθενείς με παράγοντες κινδύνου ουροσήψης, όπως είναι η παρατεταμένη απόφραξη, το εμμένον άλγος ή η ταυτόχρονη λοίμωξη.
Ο κίνδυνος πλήρους νεφρικής ανεπάρκειας είναι μικρός, εκτός εάν μεσολαβήσουν αρκετές εβδομάδες πλήρους απόφραξης. Το διάστημα που απαιτείται προκειμένου να προκληθούν μη αναστρέψιμες βλάβες δεν έχει καθοριστεί επακριβώς και κυμαίνεται από 2−6 εβδομάδες.
Δεδομένου ότι ο κολικός του νεφρού δεν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά από ουρολόγους, θεωρείται αναγκαία η πλήρης ενημέρωση, καθώς και ο σωστός προσανατολισμός με τη χρήση κατευθυντήριων οδηγιών, όσον αφορά στην προσέγγιση των ασθενών, την αναγνώριση των επιπλεγμένων περιπτώσεων και τη διακομιδή τους σε ειδικά κέντρα επεμβατικής αντιμετώπισης.