Το απόστημα του προστάτη αποτελεί μια σχετικά σπάνια αλλά ιδιαίτερα σοβαρή φλεγμονή του προστάτη αδένα.
Ένα απόστημα προστάτη μπορεί να είναι επικίνδυνο όχι μόνο για την υγεία του άνδρα, αλλά και για τη ζωή του. Η θνησιμότητα της πάθησης κυμαίνεται μεταξύ 1 και 16%. Ως εκ τούτου, η θεραπεία του πρέπει να είναι άμεση.
Ο ασθενής πρέπει να μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο και να λάβει άμεση ιατρική φροντίδα. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιβιοτική αγωγή σε συνδυασμό με χειρουργική παροχέτευση του αποστήματος.
Επιδημιολογία
Το απόστημα προστάτη στους περισσότερους ασθενείς διαγιγνώσκεται ως επιπλοκή μιας οξείας ή χρόνιας φλεγμονής του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Αναπτύσσεται λόγω της εντοπισμένης πυώδους συσσώρευσης στους ιστούς του προστατικού αδένα.
Με τη χρήση αντιβιοτικής θεραπείας, τα αποστήματα του προστάτη άρχισαν να εμφανίζονται πολύ λιγότερο συχνά. Σήμερα ο βαθμός εξάπλωσης της νόσου κυμαίνεται από 0,5-2,5% μεταξύ όλων των παθήσεων του προστάτη και 0,5% μεταξύ όλων των ασθενειών της ουρογεννητικής οδού. Οι περισσότερες περιπτώσεις αποστήματος προστάτη είναι αποτέλεσμα μιας οξείας ή χρόνιας μορφής προστατίτιδας ή μιας βιοψίας προστάτη.
Στις ανεπτυγμένες χώρες με καλό επίπεδο φαρμάκων, το απόστημα του προστάτη είναι ιδιαίτερα σπάνιο. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας. Πριν την έναρξη της “εποχής αντιβιοτικών”, 70 έως 80% των αποστημάτων του προστάτη προκαλούνταν από γονοκοκκική λοίμωξη. Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει και τα κυριότερα παθογόνα είναι gram (-) μικροοργανισμοί (escherichia coli, klebsiella pn., σταφυλόκοκκοι κ.ά.).
Παράγοντες κινδύνου
- ανοσοκατασταλτικές ασθένειες ή σύνδρομα ανοσοανεπάρκειας (π.χ. HIV)
- ενδοκρινικές παθήσεις (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης)
- χρόνια νεφρική νόσος
- επεμβάσεις στο κατώτερο ουροποιητικό (π.χ. βιοψία προστάτη)
- συνεχής καθετηριασμός της ουρήθρας
Η νόσος είναι συχνότερη στους άνδρες άνω των 40 ετών. Ασθενείς ηλικίας κάτω των 40 ετών με σακχαρώδη διαβήτη, κίρρωση ήπατος ή AIDS μπορεί επίσης να εμφανίσουν απόστημα προστάτη. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο ότι κάθε δεύτερος ασθενής με διαγνωσμένο απόστημα πάσχει από διαβήτη.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται με την ψηλάφηση και επιβεβαιώνεται από το διορθικό υπερηχογράφημα και την αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Συχνά υπάρχουν δυσκολίες με την έγκαιρη διάγνωση του αποστήματος του προστάτη, καθώς η συμπτωματολογία της παθολογίας είναι δύσκολο να διακριθεί από την κλινική εικόνα της οξείας προστατίτιδας. Η απεικόνιση διαδραματίζει ζωτικό ρόλο, δεδομένων των δυσκολιών στην κλινική διάγνωση. Μπορεί επίσης να βοηθήσει τις αποφάσεις σχετικά με τη βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση της πάθησης.
Διορθικό υπερηχογράφημα (TRUS)
Αποτελεί την συχνότερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος απεικόνισης για τη διάγνωση της πάθησης. Έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει τόσο διαγνωστικές όσο και θεραπευτικές λύσεις. Έχει διαγνωστική ακρίβεια 80-100%. Τα υπερηχογραφικά ευρήματα είναι χαρακτηριστικά και διαφοροποιούνται από προστατικές βλάβες.
Αξονική τομογραφία (CT scan)
Σε αντίθεση με το διορθικό υπερηχογράφημα που αποτελεί μια επεμβατική και συχνά επώδυνη εξέταση, η αξονική αποτελεί μια εναλλακτική απεικονιστική μέθοδο. Παρέχει λήψεις που μπορεί να ανασυντεθούν σε τρισδιάστατες εικόνες και να αναδείξουν πιθανή εξωπροστατική επέκταση του αποστήματος. Πολλοί ασθενείς θεωρούν ότι η αξονική τομογραφία είναι πιο αποδεκτή συνέπεια του πόνου που σχετίζεται με το TRUS.
Μαγνητική τομογραφία (MRI)
Η μαγνητική τομογραφία ισοδυναμεί με την αξονική, αποφεύγοντας παράλληλα την έκθεση σε ακτινοβολία, παρέχοντας υψηλό βαθμό απεικονιστικής ευκρίνειας των ιστών. Είναι σε θέση να ανιχνεύσει αποστήματα στις αρχικές φάσεις του σχηματισμού τους, όπου το TRUS μπορεί να είναι ασαφές.
Θεραπεία
Η θεραπεία του προστατικού αποστήματος αποτελείται συνήθως από άμεση αντιβιοτική θεραπεία και παροχέτευση. Συχνά απαιτείται παρατεταμένη χορήγηση αντιβιοτικών, με τον συγκεκριμένο παράγοντα να καθοδηγείται από μικροβιολογικές ευαισθησίες. Οι καλλιέργειες ούρων και πύου μπορεί να είναι αρνητικές και να μην ανιχνεύεται πάντα ο λοιμογόνος παράγοντας. Η φυματίωση, οι μύκητες και οι σπανιότεροι οργανισμοί απαιτούν ειδική θεραπεία.
Τα αντιβιοτικά μπορεί να επαρκούν χωρίς την ανάγκη παροχέτευσης των αποστημάτων. Έχει προταθεί ότι τα αποστήματα διαμέτρου <1cm ενδέχεται να μην απαιτούν παροχέτευση και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με αντιβιοτικά. Αντίθετα αποστήματα διαμέτρου >2cm απαιτούν πάντα παροχέτευση.
Η χειρουργική αντιμετώπιση του αποστήματος μπορεί να γίνει διουρηθρικά, διορθικά ή διαπερινεϊκά.
Διαπερινεϊκή προσέγγιση
Μια διαδερμική προσέγγιση μέσω του περινέου έχει το πλεονέκτημα ότι είναι γρήγορη, κατάλληλη για να γίνει υπό τοπική αναισθησία και αποφυγή επικοινωνίας μεταξύ της κοιλότητας του αποστήματος και του ορθού ή/και της ουρήθρας.
Η περινεϊκή προσπέλαση μπορεί όμως να σχετίζεται με πιθανή βλάβη των νεύρων και επακόλουθη στυτική δυσλειτουργία.
Διορθική προσέγγιση
Η διορθική παροχέτευση συχνά ευνοείται λόγω της οικειότητάς της στους περισσότερους ουρολόγους. Ωστόσο, η διαδικασία μπορεί να είναι επώδυνη και έχει συσχετιστεί με υψηλά ποσοστά αποτυχίας. Τα ποσοστά υποτροπής μπορεί να είναι υψηλότερα με την ανάγκη για περαιτέρω διαδικασίες, όπως η διουρηθρική εκτομή.
Διουρηθρική προσέγγιση
Η πιθανότητα ανεπαρκούς παροχέτευσης ενός αποστήματος αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα τόσο των διορθικών όσο και των διαπερινεϊκών προσπελάσεων. Κατά συνέπεια μια διουρηθρική προσέγγιση θεωρείται πιο αποτελεσματική με επιλογές όπως η διουρηθρική τομή (TUI) και η διουρηθρική εκτομή (TUR-P).
Οι διουρηθρικές προσεγγίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε παλίνδρομη εκσπερμάτιση. Έτσι είναι λιγότερο προτιμότερες σε νεότερους άνδρες. Αντίθετα άνδρες με προστατική απόφραξη ή πολυεστιακό απόστημα μπορεί να επωφεληθούν από μια εκτομή.
Το άνοιγμα φλεβικών κόλπων ενέχει θεωρητικό κίνδυνο αιματολογικής διασποράς της λοίμωξης.
Επιπλοκές
Οι πιο συνηθισμένες συνέπειες ενός αποστήματος του προστάτη είναι:
- φλεγμονή του περιτόναιου (περιτονίτιδα)
- μικροβιαιμία (συστηματική φλεγμονή, σηψαιμία)
- οξεία διάχυτη πυώδης φλεγμονή
- δημιουργία συριγγίων
- πυελική φλεβική θρόμβωση
Η πρόληψη της ανάπτυξης επιπλοκών είναι δυνατή μόνο με την έγκαιρη πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη, την έγκαιρη διάγνωση και την κατάλληλη θεραπεία.