Η ανδρική ουρήθρα είναι ένας κυλινδρικός, ινομυώδης σωλήνας. Αποτελεί όργανο τόσο του γεννητικού όσο και του ουροποιητικού συστήματος, καθ’ όσον εξυπηρετεί τη διέλευση των ούρων και του σπέρματος. Το μήκος της ανδρικής ουρήθρας είναι άλλοτε άλλο και κυμαίνεται συνήθως από 18 έως 20 εκ. Αρχίζει με το έσω στόμιο από την ουροδόχο κύστη και καταλήγει με το έξω στόμιο στη βάλανο του πέους.
Στην ουρήθρα διακρίνουμε τρεις μοίρες:
- την προστατική
- την υμενώδη
- τη σηραγγώδη (πεΐκή)
Η προστατική μοίρα αποτελεί το πλέον διατατό τμήμα της ουρήθρας, έχοντας μήκος 3-4 εκ. και διάμετρο αυλού 8-10 χιλ.. Διασχίζει κατακόρυφα τον προστάτη, από την πρόσθια μοίρα της βάσης, έως την κορυφή του. Η υμενώδης μοίρα της ουρήθρας, βραχεία σε μήκος (1,5-2,5 εκ.), εκτείνεται από την κορυφή του προστάτη μέχρι τον βολβό του σηραγγώδους σώματος της ουρήθρας. Αποτελεί το στενότερο και το δεύτερο λιγότερο διατατό τμήμα της ανδρικής ουρήθρας, μετά την περιοχή του έξω στομίου. Η σηραγγώδης μοίρα αποτελεί την επιμηκέστερη μοίρα της ανδρικής ουρήθρας, έχοντας μήκος που δυνατό να φθάσει μέχρι και 12-14 εκ., εκτείνεται από τον βολβό του σηραγγώδους σώματος της ουρήθρας μέχρι το έξω στόμιο αυτής.
Με βάση την εμβρυολογική καταβολή και τη λειτουργία, η ανδρική ουρήθρα διακρίνεται σε πρόσθια και οπίσθια.
Η οπίσθια ουρήθρα αποτελεί αμιγώς ουροφόρο σωλήνα, ο οποίος αντιστοιχεί στο τμήμα της ουρήθρας που βρίσκεται πριν από την εκβολή των εκσπερματιστικών πόρων (δηλ. προ του σπερματικού λοφιδίου) και παρουσιάζει εμβρυϊκή καταβολή κοινή με αυτή της γυναικείας ουρήθρας.
Η πρόσθια ουρήθρα αποτελεί ουρογεννητικό σωλήνα (εξυπηρετεί την διέλευση σπέρματος και ούρων) και αντιστοιχεί στο τμήμα της ουρήθρας, που έχει εμβρυϊκή καταβολή όμοια με αυτή του προδόμου του κολεού και το οποίο βρίσκεται εμπρός του σπερματικού λοφίδιου.
Κατά την πορεία της η ουρήθρα εμφανίζει δύο καμπές:
- Την περινεϊκή καμπή με το κυρτό προς τα πίσω και κάτω, η οποία είναι μικρής καμπυλότητας, άλλα σταθερή.
- Την ηβική ή πεϊκή καμπή με το κυρτό προς τα άνω και με μεγαλύτερη κυρτότητα, η οποία όμως εξαφανίζεται κατά την στύση και παθητικά όταν το πέος φέρεται προς την κοιλιά.
Έτσι όταν το πέος φέρεται προς την κοιλιά, (με σκοπό της εξάλειψη της ηβικής καμπής) και ακολούθως προς τα κάτω (με σκοπό την άμβλυνση της περινεϊκής καμπής) διευκολύνεται ο καθετηριασμός της ουρήθρας.
Το τοίχωμα της ουρήθρας αποτελείται από βλεννογόνο, ο οποίος περιβάλλεται από μυϊκό χιτώνα (προστατική και υμενώδης μοίρα) ή στυτικό ιστό (σηραγγώδης μοίρα).
Ο βλεννογόνος κατά την προστατική μοίρα και μέχρι του σημείου της εκβολής των εκσπερματιστικών πόρων, αποτελείται από μεταβατικό επιθήλιο. Πέραν του σημείου της εκβολής των εκσπερματιστικών πόρων, το επιθήλιο γίνεται πολύστιβο ή ψευδοπολύστιβο, με εξαίρεση το τμήμα που αντιστοιχεί στον σκαφοειδή βόθρο, όπου το επιθήλιο είναι πολύστιβο πλακώδες και κερατινοποιείται στο σημείο του έξω στομίου.
Ο μυϊκός χιτώνας της ουρήθρας αποτελείται από λείες και γραμμωτές μυϊκές ίνες.
Οι λείες μυϊκές ίνες διατάσσονται σε 2 στιβάδες:
- Έξω επιμήκη
- Έσω κυκλοτερή (σχηματίζει τον έσω σφιγκτήρα της ουρήθρας και δεν υπακούει στη βούληση)
Οι γραμμωτές μυϊκές σχηματίζουν μία κυκλοτερή στιβάδα πέριξ της υμενώδους ουρήθρας, τον έξω σφιγκτήρα της ουρήθρας που υπακούει στη βούληση-νεύρωση ΕΝΣ).
Στο οπίσθιο τοίχωμα της προστατικής μοίρας της ουρήθρας ο βλεννογόννος σχηματίζει μία πτυχή την ουρηθραία ακρολοφία. Στη μέση βρίσκεται μία προεξοχή, το σπερματικό λοφίδιο, στα πλάγια του οποίου βρίσκονται τα στόμια των εκσπερματιστικών πόρων. Δεξιά και αριστερά του σπερματικού λοφιδίου βρίσκονται οι παραλοφίδιες αύλακες όπου καταλήγουν οι προστατικοί πόροι. Στον βλεννογόνο της σηραγγώδους ουρήθρας βρίσκονται τα στόμια των βολβουρηθραίων αδένων (Cowper) και τα ανοίγματα των ουρηθραίων κόλπων (Morgani).