MIC, minimum inhibitory concentration
Η ανακάλυψη και μαζική παραγωγή αντιβιοτικών άλλαξε το θεραπευτικό υπόδειγμα και την πρόγνωση των λοιμώξεων. Δυστυχώς στις μέρες μας το θεραπευτικό αυτό επίτευγμα απειλείται. Η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξήσει δραματικά την αντιμικροβιακή αντοχή.
O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αναγνωρίσει την αντιμικροβιακή αντοχή ως μία από τις τρεις μεγαλύτερες απειλές του 21ου αιώνα για την Δημόσια Υγεία με τους θανάτους να εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 300 εκατομμύρια και το κόστος για την παγκόσμια οικονομία τα 100 τρισεκατομμύρια μέχρι το 2050.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις ευρωπαϊκές χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα μικροβιακής αντοχής κυρίως στον νοσοκομειακό χώρο και για συγκεκριμένα είδη μικροβίων. Επίσης είναι πρώτη στη συνολική κατανάλωση αντιμικροβιακών παραγόντων.
Οι λοιμώξεις ουροποιητικού αποτελούν μία από τις συχνότερες λοιμώξεις παγκοσμίως. Οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί είναι κυρίως τα Gram (-) εντεροβακτηρίδια, που εμφανίζουν διαρκώς αυξανόμενη αντοχή τα τελευταία χρόνια μέσω της παραγωγής ποικιλίας ευρέος φάσματος ένζυμων που διασπούν όλες τις γνωστές κλάσεις αντιβιοτικών. Ως εκ τούτου, η ορθολογική αντιμετώπιση των λοιμώξεων του ουροποιητικού μέσω μιας συστηματικής διαγνωστικής και θεραπευτικής προσέγγισης παραμένει ένας πρωτεύων στόχος για τον περιορισμό της αντιμικροβιακής αντοχής.
Στη μικροβιολογία, η ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (MIC, minimum inhibitory concentration) είναι η χαμηλότερη συγκέντρωση μιας χημικής ουσίας, συνήθως ενός φαρμάκου, η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηρίων ή μυκήτων. Είναι σημαντικό να καθορίζεται προκειμένου να γίνεται η καλύτερη επιλογή κατά τη συνταγογράφηση αντιμικροβιακών.
Η ιστορία της MIC μπορεί να αναχθεί στην αρχική επιστημονική εργασία του Fleming για την πενικιλίνη με καλλιέργειες του στελέχους Penicillium. Ο προσδιορισμός της ελάχιστης ανασταλτικής πυκνότητας στηρίζεται στην έκθεση τυποποιημένου μικροβιακού εναιωρήματος σε διαφορετικές συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού. Η μικρότερη συγκέντρωση αντιβιοτικού που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του μικροοργανισμού καλείται ελάχιστη ανασταλτική πυκνότητα. Το αποτέλεσμα της MIC είναι ποσοτικό και δείχνει τον βαθμό της ευαισθησίας του μικροοργανισμού – ιδιαίτερα απαραίτητο σε λοιμώξεις που απαιτείται μακροχρόνια θεραπεία ή σε περιπτώσεις που απαιτείται παρατεταμένη ή συνεχής έγχυση του αντιμικροβιακού παράγοντα.
Το αντιβιόγραμμα ουσιαστικά είναι το αποτέλεσμα εργαστηριακών δοκιμών προσδιορισμού της ευαισθησίας ενός απομονωμένου βακτηριακού στελέχους σε διαφορετικές κατηγορίες αντιβιοτικών. Ως ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) ορίζεται η μικρότερη πυκνότητα του αντιμικροβιακού που αναστέλλει την ανάπτυξη του μικροβίου στα θρεπτικά υλικά.
Πρωταρχικός σκοπός ενός αντιβιογράμματος, είναι να μετρηθεί η ευαισθησία στα συνήθη αντιβιοτικά ενός μικροβίου. Ως δευτερεύων στόχος εντοπίζεται η ανίχνευση μιας πιθανής αναδυόμενης ανθεκτικότητας μικροβιακών στελεχών, που μπορεί να οφείλεται σε νέους μηχανισμούς αντοχής. Με τη μέθοδο αυτή, επιλέγεται κάθε φορά το καταλληλότερο αντιβιοτικό και δοσολογία (βασισμένη στη γνώση της φαρμακοκινητικής και την MIC) προκειμένου να αποφευχθεί η αποτυχία μιας θεραπείας.