Οι επιπλοκές των γυναικολογικών επεμβάσεων στα όργανα του ουροποιητικού δεν είναι συχνές, αλλά μπορούν να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα. Οι ουρητήρες, η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα είναι τα όργανα τα οποία μπορούν να τραυματιστούν στη διάρκεια γυναικολογικών επεμβάσεων.
Οι γυναικολογικές επεμβάσεις αποτελούν τη συνηθέστερη αιτία (50-70%) των ιατρογενών κακώσεων του ουρητήρα. Οι ουρητήρες τραυματίζονται συνήθως στην πορεία τους μέσα στην πύελο. Το πιο επικίνδυνο σημείο είναι στη διασταύρωση τους με τα μητριαία αγγεία. Η υστερεκτομή και η ωοθηκεκτομή είναι οι επεμβάσεις που πιο συχνά προκαλούν κάκωση των ουρητήρων.
Οι πιο συνηθισμένες κακώσεις είναι η καταστροφή της αγγείωσης των ουρητήρων, η διατομή και η απολίνωση τους. Η κάκωση μπορεί να διαπιστωθεί:
- διεγχειρητικά,
- άμεσα μετεγχειρητικά (λιγότερο από 3 – 5 ημέρες) ή
- αργότερα (πάνω από 10 ημέρες μετά την επέμβαση).
Οι κακώσεις που αναγνωρίζονται διεγχειρητικά και άμεσα μετεγχειρητικά έχουν συνήθως καλύτερη έκβαση. Αντιμετωπίζονται με τοποθέτηση νεφροστομίας, ναρθηκοποίηση του ουρητήρα (με τοποθέτηση pig-tail) και/ή επανεμφύτευση του ουρητήρα.
Οι κακώσεις της ουροδόχου κύστης είναι πιο συχνές. Μπορεί να συμβούν στη διάρκεια καισαρικής τομής αλλά και υστερεκτομής. Εάν αναγνωριστούν στη διάρκεια της επέμβασης, αντιμετωπίζονται με συρραφή της κύστης και παροχέτευση της για 1-2 εβδομάδες με τοποθέτηση καθετήρα. Οι περισσότερες κακώσεις συμβαίνουν πίσω από το τρίγωνο, μεταξύ των ουρητηρικών στομίων. Οι κακώσεις που δεν αναγνωρίζονται άμεσα μπορεί να οδηγήσουν σε συρίγγια, όπως είναι τα κυστεοκολπικά.
Τέλος, οι κακώσεις της ουρήθρας είναι συνήθως μικρής σημασίας. Συμβαίνουν συνήθως κατά τον τοκετό. Τα ουρηθροκολπικά συρίγγια δεν είναι συχνά και αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Η μεγάλη απώλεια ουρηθρικού τοιχώματος αντιμετωπίζεται με πλαστική με τη χρήση κρημνών από το κολπικό τοίχωμα. Η γυναικεία ουρήθρα είναι γενικά ένα ανθεκτικό όργανο και η ακράτεια των ούρων σπάνια εμφανίζεται, αν ο αυχένας της ουροδόχου κύστης είναι φυσιολογικός.