Σημείο αναφοράς των περισσότερων ανθρώπων είναι η δημιουργία οικογένειας με απώτερο σκοπό την απόκτηση παιδιών, γεγονός που εκλαμβάνεται για την πλειονότητα ως ένα από τα πιο ευτυχή στην ζωή. Πάντοτε ωστόσο υπήρχε και ένα ποσοστό ατόμων που για διάφορους και ποικίλους λόγους δεν κατάφερναν να γευτούν αυτόν τον καρπό της ευτυχίας με αποτέλεσμα να εισέρχονται σε ένα ατέρμονο λαβύρινθο συμβουλών, δοξασιών και ιατρικών ή μη παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στην επίτευξη τεκνοποίησης.
Η σημερινή εποχή έχει την τύχη να βιώνει επαναστατικές αλλαγές και να δίνει λύσεις ακόμη και στο πρόβλημα του υπογόνιμου ζευγαριού.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας υπογονιμότητα είναι η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης από ένα ζευγάρι μετά από ένα έτος σεξουαλικών σχέσεων χωρίς αντισυλληπτικές προφυλάξεις (σε γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 35 ετών το διάστημα είναι έξι μήνες).
Περίπου το 25% των ζευγαριών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν δεν επιτυγχάνουν εγκυμοσύνη μέσα σε ένα χρόνο και το 15% αναζητά ιατρική βοήθεια για αυτό το σκοπό. Τελικά σχεδόν ένα 5% των ζευγαριών παραμένει άτεκνο.
Η υπογονιμότητα μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως πρωτοπαθής, όταν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει αναφερθεί εγκυμοσύνη στο ζευγάρι, είτε ως δευτεροπαθής, όταν έχει υπάρξει κατά το παρελθόν κάποια σύλληψη, ανεξάρτητα όμως από το τελικό αποτέλεσμά της.
Γυναικεία υπογονιμότητα
Γυναικείας αιτιολογίας υπογονιμότητα υπάρχει τουλάχιστον στο 50% των περιπτώσεων, είτε ως μόνος παράγοντας, είτε σε συνδυασμό με υπογονιμότητα ανδρικής αιτιολογίας.
Ο πιο καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει τη γονιμότητα της γυναίκας είναι η ηλικία της.
Μια κλασική εργασία σχετικά με την επίδραση της ηλικίας της γυναίκας στη γονιμότητα διαπίστωσε ότι το ποσοστό των γυναικών που παρέμειναν άτεκνες, ενώ δε χρησιμοποιούσαν αντισύλληψη, αυξανόταν σταθερά ανάλογα με την ηλικία τους κατά τον γάμο:
- 6% στην ηλικία 20 έως 24 ετών
- 9% στην ηλικία 25 έως 29 ετών
- 15% στην ηλικία 30 έως 34 ετών
- 30% στην ηλικία 35 έως 39 ετών
- 64% στην ηλικία 40 έως 44 ετών
Πέρα από τους γενικούς παράγοντες γυναικείας υπογονιμότητας, όπως:
- η ηλικία
- τα προηγούμενα βαριά νοσήματα
- η ανεπαρκής θρέψη
- το ψυχολογικό ή το συγκινησιακό stress
άλλα καθοριστικά προβλήματα υπογονιμότητας σχετίζονται κυρίως με τον ενδοκρινικό ή το σαλπιγγικό παράγοντα και σε μικρότερο βαθμό με προβλήματα στον τράχηλο.
Τουλάχιστον οι μισές περιπτώσεις γυναικείας υπογονιμότητας οφείλονται σε διαταραχές στην ωορρηξία και σε δομικές ανωμαλίες των ωαγωγών.
Η διερεύνηση στις περιπτώσεις γυναικείας υπογονιμότητας περιλαμβάνει σε πρώτο στάδιο ορμονικό έλεγχο.
Οι ορμόνες ωοθυλακιοτρόπος, ωχρινοτρόπος, και οιστραδιόλη πρέπει να μετρηθούν στις μέρες 2-6 του κύκλου. Ακολουθεί τεστ προγεστερόνης την 21η μέρα ή επτά ημέρες πριν την επόμενη έμμηνο ρύση. Η θυρεοειδοτρόπος, η προλακτίνη και η τεστοστερόνη μετρούνται, εάν ο κύκλος είναι ασταθής, μικρότερος ή μεγαλύτερος του φυσιολογικού. Τεστ Παπ, υπερηχογραφικός έλεγχος έσω γεννητικών οργάνων και έλεγχος αντισωμάτων για ερυθρά ολοκληρώνουν τον αρχικό έλεγχο.
Σε δεύτερο στάδιο και αφού δεν έχει τεθεί διάγνωση για την υπογονιμότητα της γυναίκας μπορούν να διενεργηθούν υστεροσαλπιγγογραφία ή υπέρηχο-υστεροσαλπιγγογραφία με σκιαγραφικό. Σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί λαπαροσκόπηση και υστεροσκόπηση, για να τεθεί διάγνωση.
Αιτίες γυναικείας υπογονιμότητας
Πέρα από τις ενδοκρινικές διαταραχές του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση είναι οι συγγενείς ανωμαλίες, τα χειρουργικά τραύματα και οι ενδοπυελικές παθήσεις (φλεγμονές και ενδομητρίωση) που συνδέονται ή προκαλούν βλάβη στη φυσιολογική λειτουργία των σαλπίγγων.
Η εξωμήτριος κύηση π.χ. είναι ένας βασικός παράγοντας βλάβης της σάλπιγγας.
Οι λοιμώξεις που προκαλούνται από τους μικροοργανισμούς Neisseria gonorrhoeae και Chlamydia trachomatis οδηγούν και αυτές σε υπογονιμότητα.
Επίσης, χειρουργική επέμβαση στην πύελο συνοδεύεται κάποιες φορές και από τον κίνδυνο μόνιμης μετέπειτα υπογονιμότητας.
Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στους ωαγωγούς και ανωμαλίες της τραχηλικής βλέννας, οι οποίες σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης υπογονιμότητας στη γυναίκα.
Η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα, αν και ο τρόπος που αυτή προκαλείται δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητός.
Μία πολύ συχνή δυσλειτουργία της ωορρηξίας αποτελεί το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών. Οδηγεί σε μειωμένη ωορρηξία ή πλήρη απώλειά της και σε υπογονιμότητα ιδιοπαθούς φύσης.