Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη είναι μια από τις κυριότερες πρωτεΐνες οξείας φάσης που συνθέτει ο οργανισμός μας όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια φλεγμονώδη κατάσταση. Πρόκειται δηλαδή για μια σημαντική συνιστώσα του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού μας.
Αποτελεί έναν από τους ευρύτερα χρησιμοποιούμενους βιολογικούς δείκτες. Τα επίπεδα της οποίας αυξάνονται γρήγορα σε οξείες φλεγμονώδεις καταστάσεις. Για το λόγο αυτό ανήκει στις πρωτεΐνες οξείας φάσης, όπως:
- το ινωδογόνο
- η φερριτίνη
- η απτοσφαιρίνη
- οι παράγοντες του συμπληρώματος
- το αμυλοειδές Α του ορού
Το γονίδιο της CRP βρίσκεται στο πρώτο χρωμόσωμα. Είναι μια πρωτεΐνη 224 αμινοξέων με μοριακό βάρος 25.106 Da. Το σχήμα της πρωτεΐνης είναι ένας δακτυλιοειδής πενταμερής δίσκος και είναι μέλος της οικογένειας των πεντραξινών πρωτεινών.
Η CRP συντίθεται από το ήπαρ ως απάντηση σε παράγοντες που απελευθερώνονται από τα μακροφάγα και τα λιποκύτταρα, κυρίως των κυτταροκινών IL-6 και IL-8. Η απόκριση οξείας φάσεως εμφανίζεται σε ένα ευρύ φάσμα από οξείες και χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις όπως βακτηριακές, ιικές, μυκητιασικές, ρευματικές, σε κακοήθειες καθώς και σε τραυματισμούς ή νέκρωση ιστών. Οι καταστάσεις αυτές προκαλούν την έκκριση IL-6 και άλλων κυτταροκινών που ενεργοποιούν τη σύνθεση της CRP και του ινωδογόνου από το ήπαρ.
Τα φυσιολογικά επίπεδα της CRP στον ορό είναι 0,8 mg/l. Επί φλεγμονώδους απάντησης μπορούν να αυξηθούν έως και 10.000 φορές. Κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης, τα επίπεδα της CRP, αυξάνονται ταχέως εντός δύο ωρών από την προσβολή φτάνοντας στη μέγιστη τιμή τους σε 48 ώρες. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της είναι σύντομος περίπου 18 ώρες.
Η CRP όπως και οι υπόλοιποι βιολογικοί δείκτες είναι χρησιμότερη στο να αποκλείσει τη σήψη παρά να την επιβεβαιώσει. Είναι ορθό να παρακολουθείται η διακύμανση των επιπέδων της, η οποία αντανακλά την υποχώρηση ή όχι του σηπτικού συνδρόμου.
Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) είναι μια γλυκοπρωτεΐνη του ορού που παράγεται από το ήπαρ κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε οξείας φλεγμονής.