Η τεχνική Fusion έρχεται να συνδέσει δυο τεχνολογίες, της πολυπαραμετρικής τομογραφίας MRI, η οποία ανιχνεύει τις ύποπτες εστίες, και εκείνης του διορθικού υπερηχογραφήματος, με το οποίο μπορεί να καθοδηγηθεί η βελόνα της βιοψίας. (Fusion Βιοψία Προστάτη)
Ο εξεταζόμενος αρχικά υποβάλλεται σε εξέταση MRI.
Αφού γίνει η καταγραφή των ύποπτων εστιών, οι εικόνες της MRI φορτώνονται στον υπερηχογράφο:
- είτε μέσω του δικτύου αρχειοθέτησης της εικόνας (PACS), όταν ο ασθενής έχει εξετασθεί στον ίδιο χώρο,
- είτε μέσω CD, όταν η εξέταση έχει πραγματοποιηθεί σε άλλο ιατρείο.
Μέσω ειδικού λογισμικού και συσκευής η οποία χρησιμοποιεί μαγνητικό πεδίο, αφού πρώτα οριστούν οδηγά σημεία σε συγκεκριμένες θέσεις του οργάνου τόσο στην εικόνα της MRI όσο και την εικόνα του υπερηχογραφήματος ώστε να επιτευχθεί πλήρης τοπογραφική αντιστοίχηση, οι δύο εικόνες συνδυάζονται σε μία. Με τον τρόπο αυτό κάθε κίνηση του ηχοβολέα των υπερήχων κινεί ταυτόχρονα και την εικόνα της μαγνητικής. Έτσι επιτυγχάνεται ένα σύστημα πλοήγησης (Navigation) στον προστάτη.
Θέτοντας σαν στόχους στις εστίες που είναι oρατές στην εικόνα της MRI, έχουμε τη δυνατότητα πλέον να προσδιορίσουμε ακριβώς την αντίστοιχη θέση και στο υπερηχογράφημα. Με τον τρόπο αυτό να λάβουμε υλικό από τα ύποπτα σημεία με μεγάλη ακρίβεια. Μετατρέπουμε έτσι μια προστατική βιοψία από τυφλή σε στοχευμένη.
Σε πρόσφατες δημοσιεύσεις καταδεικνύεται ότι η χρήση της στοχευμένης βιοψίας με Fusion τεχνική βελτιώνει κατά πολύ τον ανιχνευόμενο αριθμό των καρκίνων του προστάτη που είναι κλινικά σημαντικοί και για τους οποίους θα απαιτηθεί επιθετικότερη προσέγγιση.
Οι καρκίνοι οι οποίοι μπορεί να διαφύγουν από τη συγκεκριμένη τεχνική φαίνεται ότι είναι κλινικά μη σημαντικοί.
Η fusion βιοψία προστάτη αξιοποιεί τις πληροφορίες της πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας. Επιτρέπει τη στοχευμένη βιοψία ύποπτων εστιών μέσω σύντηξης των τομών της μαγνητικής με υπερηχογραφικές εικόνες σε πραγματικό χρόνο.